Ο ήρωας της κιθάρας μπορεί να «σίγησε», το έργο του όμως όχι. Ο Γιάννης Σπάθας, ήταν ένα πριγκιπόπουλο, ένα απ’ εκείνα τα πριγκιπόπουλα της rock, που ακούνε στο όνομα Socrates. Οι χορδές της κιθάρας του, αποκτούσαν λαλιά, προσωποποιούνταν, κάθε φορά που τοποθετούσε με δεξιότητα και μαεστρία τα προικισμένα χέρια του επάνω σε αυτές. Το αποτέλεσμα, ήταν άμεσο και ευθύ. Αυτό, που έφτανε στ’ αυτιά μας, κατάφερνε την ίδια στιγμή να προκαλεί μία όμορφη σύγχυση, γρατζουνώντας γλυκά την ψυχή μας. Τώρα, το σώμα του για κάπου κίνησε. Η ψυχή του, όμως, αναλλοίωτη, βρίσκεται ακόμη εδώ. Ό,τι άφησε πίσω του, θα αποτελέσει κομμάτι της υστεροφημίας του. Εκείνης, που θα τον κρατά για πάντα ζωντανό στις καρδιές και τα μουσικά ταξίδια μας. Ο βιρτουόζος της κιθάρας, με την γαλήνια, ευγενική ψυχή, δε φοβήθηκε τον θάνατο. Ο Γιάννης Σπάθας, που γεννήθηκε στους Παξούς, στις 30 Νοεμβρίου του 1950, «μας άφησε» την Παρασκευή 5 Ιουλίου, έπειτα από πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας, που τον ταλαιπωρούσαν τα τελευταία χρόνια, στο σπίτι του στην Πεντέλη. Δίπλα του, ήταν ως την τελευταία στιγμή, οι δικοί του άνθρωποι, η γυναίκα του Λένα Λακαφώση – Σπάθα, η πρώτη γυναίκα του, η Λίνα και τα δύο παιδιά του. Τον θάνατο δεν τον φοβήθηκε, γιατί ήξερε πως αφήνει σε «καλά χέρια» το έργο του, την σπουδαία ετούτη μουσική κληρονομιά, που θα συνεχίσει να μας συντροφεύει ανά τα χρόνια.
Ο Ιλάν Σολομών, πατέρας μου, ραδιοφωνικός παραγωγός και «ανοιχτή εγκυκλοπαίδεια» της jazz, όπως τον αποκαλούν φίλοι, ακροατές και γνωστοί, από τότε που υπήρξε συνιδρυτής του ιστορικού Jazz Fm, μέχρι και σήμερα, είχε τη χαρά να χτίσει μία ιδιαίτερη φιλία με τον Γιάννη Σπάθα, ως «μάνατζερ» και πιστός ακόλουθος των Socrates. Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω, συλλέγει αναμνήσεις και μου μιλάει για χάρη του Rockinathens.gr, για τον Γιάννη Σπάθα, όπως εκείνος κατάφερε να τρυπώσει και να «εγκατασταθεί» στην καρδιά του, μέσα από τις κοινές περιπέτειές τους και το πηγαίο ταλέντο του.
Η ζωντανή ηχογράφηση του “On The Wings”, ενός από τα εμβληματικότερα rock album της εποχής κι αναμφίβολα το καλύτερο των Socrates, πραγματοποιείται στο studio του γνωστού ηχολήπτη Γιάννη Σμυρναίου. Ο Ιλάν, βρίσκεται εκεί, μαζί τους, λίγο πριν ξημερώσει η νέα μέρα και πάρουν τον δρόμο για την κοινή τους περιοδεία. Ως «μάνατζερ» του supergroup, είχε υπό την εποπτεία του τον προγραμματισμό των συναυλιών, τις αφισοκολλήσεις, τον κανονισμό των συνεντεύξεων, αλλά και την παρουσίαση των live. Δεν είχαν περάσει ούτε 24 ώρες από τη στιγμή, που κλείστηκαν εντός του studio και ο δίσκος είχε ήδη λάβει την ολοκληρωμένη μορφή του.
«Φορτώνουμε όργανα, προβολείς κι ενισχυτές και ξεκινάμε για Πήλιο. Οι προβλέψεις μας αποτυγχάνουν παταγωδώς. Λίγο ο καυτός ήλιος, λίγο η Πρωτομαγιά και σαν μία μαγική δύναμη να το αποπροσανατολίζει, το κοινό που προοριζόταν για τη συναυλία των Socrates στους πρόποδες του βουνού των Κενταύρων, κατευθύνεται στην… παραλία. Τα εισιτήρια που καταφέραμε να κόψουμε, ελάχιστα. Εγώ, αδυνατώντας να ανατρέψω αυτό το σκηνικό κι όντας ένας άπειρος ακόμη διοργανωτής, ξεστομίζω αυθόρμητα από το “magic bus” μας: «Μια βροχή μας σώζει!». Έκτοτε, αυτή η γεμάτη απόγνωση κι απελπισία στιγμή, έγινε το αστείο, που θα μας συντρόφευε για «πάντα». Χαλάλι οι συνεντεύξεις, χαλάλι τα χιλιόμετρα και τα πληρωμένα ξενοδοχεία. Η συνέχεια ήταν -ευτυχώς- ανατρεπτική. Τα live σε Βόλο, Λάρισα, Λαμία, με το βανάκι μας να διαμαρτύρεται, αλλά να μην μας προδίδει, έχουν θετική έκβαση. Επόμενη στάση, Αγρίνιο».
Η απρόσμενη γνωριμία του Ιλάν με τον Γιάννη Σπάθα και τους Socrates, έγινε ένα πρωινό Κυριακής στον ηλεκτρικό. Εκεί, συνάντησε τον Τρανταλίδη, για τον οποίο δε γνώριζε ακόμη πως είχε ενσωματωθεί στους Socrates: «Πάω να δω τους Socrates» του λέω. «Μα, είμαι στους Socrates! Εδώ και λίγο καιρό με πήραν τα παιδιά». Έως τότε, ο Ιλάν Σολομών γνώριζε τον Γιώργο ως έναν ιδιαίτερα ικανό drummer, αλλά και πρώην κιθαρίστα σε μικρά συγκροτήματα. Αδυνατούσε αρχικά να πιστέψει πως από τα group της γειτονιάς βρισκόταν τώρα σε μία μπάντα με όψη θρυλική, στους Socrates. Λίγη ώρα αργότερα, μέσα σε ένα σινεμά, στο οποίο δεν έπεφτε καρφίτσα, οι Socrates ετοιμάζονταν να βρεθούν στη σκηνή. Οι νεαροί, παθιασμένοι fans, εκστασιάζονται από τα solo drums του Τρανταλίδη, ενώ μοιάζουν να παρασύρονται μεθυστικά από το κιθαριστικό μεγαλείο του Σπάθα στο solo του στο «Ηπειρώτικο», ο οποίος έπαιζε με μία Fender Stratocaster.
«Κάποιο διάστημα αργότερα, προτού ακόμη γίνω ο διοργανωτής τους, έπαιζα σε μία φοιτητική μπάντα εν ονόματι “Machine Band”. Λουσμένοι με τον ενθουσιασμό και τη λαχτάρα, που μας δημιουργούσε η ιδέα και μόνο, πως θα ανοίγαμε τους Socrates, μας θυμάμαι να νοηματοδοτούμε στο πλευρό τους, τις Κυριακές μας στο σανίδι, έτσι όπως λίγοι νέοι είχαν την ευκαιρία να νοηματοδοτήσουν».
«Ο Γιάννης Σπάθας μεγάλωσε στους Παξούς, απ’ όπου και έφυγε όταν ήταν 12 ετών. Προερχόταν από μία ιδιαίτερα φιλόμουση οικογένεια, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον πατέρα του, που έπαιζε βιολί από 6 ετών. Παρά την κλίση και το ταλέντο του στη μουσική, ο πατέρας του και παππούς του Σπάθα δεν τον άφησε να κυνηγήσει το όνειρό του κι έτσι έγινε ένας πολύ καλός οικοδόμος. Στην Αθήνα, ο Γιάννης Σπάθας ήρθε το 1962, για οικονομικούς λόγους, καθώς οι ευκαιρίες, που προσέφεραν τότε τα νησιά ήταν πολύ περιορισμένες. Τον πρώτο χρόνο έμεινε στην Γλυφάδα και τον δεύτερο στον Πειραιά.»
Ο πατέρας του Γιάννη Σπάθα, όπως μου περιγράφει ο Ιλάν κι όπως είχε δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του, τον προόριζε να γίνει σπουδαγμένος μουσικός, αλλά εκείνος επέλεξε να ακολουθήσει τις σπουδές του πολιτικού μηχανικού… Εκτός από τη μαεστρία του στη μουσική, ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας, ενώ είχε έφεση και στη ζωγραφική. Τελικά, πέρασε στην ΑΣΟΕΕ, με σκοπό να σπουδάσει οικονομικά. Ωστόσο, η δίψα του για τη μουσική δεν κατάφερε να περιχαρακωθεί κι έτσι με το πέρας του πρώτου έτους, παράτησε τις σπουδές, αρχίζοντας δειλά να φλερτάρει και να εντρυφεί στον κόσμο της μουσικής. Στον Πειραιά, όπου και μεγάλωσε, σχημάτισε με τον Τουρκογιώργη και τον Ηλία Ασβεστόπουλο τους Persons (1966-1969) και τους Socrates το 1970, με τον Τουρκογιώργη στο μπάσο και τη φωνή και τον Ηλία Μπουκουβάλα στα drums.
«Προτού δοθούν σάρκα και οστά στην ένδοξη κι εκτροχιασμένη περίοδο των Socrates, ο Γιάννης Σπάθας συντονίστηκε μία ημέρα στη ραδιοφωνική εκπομπή του Πετρίδη. Τον ακούει να προσφωνεί ένα νέο συγκρότημα: το Jimi Hendrix Experience, στο κομμάτι “Purple Haze”. Είναι η στιγμή, που ο εσωτερικός του κόσμος εναρμονίζεται με αυτό που φτάνει ορμητικά στ’ αυτιά του. Είναι η στιγμή, που ακούει τον Hendrix να παίζει και μένει με το στόμα ανοιχτό. Σαν να βρισκόταν σε ένα σκηνικό προσευχής και ιεροτελεστίας, ριζώνει μπροστά στο ράδιο μέχρι και την τελευταία νότα του κομματιού. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, είναι πεπεισμένος πως δεν θα πάψει να «γρατζουνάει» την κιθάρα του, ωσότου μάθει να παίζει όπως «αυτός». Ακολουθεί η γνωριμία του με τον Δημήτρη Πουλικάκο, που τότε θεωρείτο ο πατέρας της ελληνικής ροκ. Ως μέλος των MGC ακόμη τότε, τους προτείνεται να παίξουν στην Λάρισα μαζί του. Με την απειρία της νεότητας να τους χαρακτηρίζει, ανεβαίνουν στη σκηνή για να παίξουν 6-7 κομμάτια του Hendrix. Ο Πουλικάκος μονομιάς αναγνωρίζει το ταλέντο του και τον προσεγγίζει φιλικά. Τους προτείνει να παίξουν μαζί του στο Κύτταρο, όπως και έγινε.»
Είκοσι ετών ακόμη, βρέθηκε να «σολάρει» στο Κύτταρο, εκεί απ’ όπου άρχισε να καρποφορεί το ροκ στην Ελλάδα. Αρκετά χρόνια αργότερα και με στιγμές υπέρμετρης δόξας να τον συνοδεύουν, τόσο στην πορεία του με τους Socrates, όσο και στη σόλο καριέρα του από τη διάλυσή τους το 1983 κι έπειτα, κατά την οποία συνεργάστηκε ως ένας περιζήτητος ενορχηστρωτής και κιθαρίστας που ήταν, με καλλιτέχνες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζηδάκις, η Μαρία Φαραντούρη, ο Γιώργος Νταλάρας, η Χάρις Αλεξίου, ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Μάνος Λοΐζος, ο βιρτουόζος της κιθάρας Γιάννης Σπάθας, παραχώρησε μία φιλική συνέντευξη στον πατέρα μου και ραδιοφωνικό παραγωγό της jazz, τον Ιλάν. Μαζί τους, βρίσκονταν ο Τουρκογιώργης και ο Τρανταλίδης:
«Θυμάμαι να τους ρωτάω για τη σημασία που είχαν οι Socrates τόσο ως άτομα, όσο και ως συγκρότημα, για την πορεία της ελληνικής εναλλακτικής rock μουσικής. «Εμείς απλά παίζαμε rock. Στα χρόνια που πέρασαν, κάποιοι, για διάφορους λόγους, το αγνόησαν χωρίς αυτό να σημαίνει πως η μουσική αυτή δεν είχε αξία. Ήταν hard rock και blues και heavy, μπολιασμένα με τα παραδοσιακά ελληνικά στοιχεία, όπως συμβαίνει στο “Mountains”. Στη συνέχεια ο Αντώνης έπαιξε rock και blues, εγώ είχα ανάμιξη στην «έντεχνη» ελληνική μουσική κι ο Γιώργος, ασχολήθηκε με την jazz. Εμείς, σαν Socrates, μείναμε ενεργοί μουσικοί και τελικά συναντήσαμε την αναγνώριση από τη νέα γενιά του σήμερα», μου απαντάει».
«Όταν εν συνεχεία πεθύμησα να μάθω, τι θα ήθελαν να τους να λένε οι άλλοι για εκείνους με το πέρας του χρόνου, μου εξήγησε πως εκείνοι έπαιξαν το rock στην εποχή του, από την άποψη ότι ήταν και η συγκυρία που τους βοήθησε να ανελιχθούν. Τελικά, κάθε δίσκος τους ήταν διαφορετικός από τους άλλους, όπως μου εξήγησε. «Εσύ, Ιλάν, ξέρεις καλά πως ο πραγματικός ήχος των Socrates βρισκόταν εκεί, στα live», συνεχίζει απευθυνόμενος σε ‘μένα. Η συνάντησή μας γινόταν στα διαλείμματα μιας κουραστικής πρόβας στο studio του Τρανταλίδη, που διαρκούσε ώρες, κάτι το οποίο για ‘μένα, ως πιστό τους θαυμαστή πρωτίστως, ήταν απολαυστικό. Εγώ τους άφηνα πρώτα να ιδρώσουν παίζοντας κι έπειτα επιχειρούσα να αποσπάσω μερικές λέξεις από τις πολλές, που τους έρχονταν στο μυαλό, στην προσπάθειά τους να επαναφέρουν όλες αυτές τις συγκινητικές εμπειρίες της πορείας τους στη μνήμη τους. Σύμφωνος και ο Τρανταλίδης με όσα μου έλεγε ο Σπάθας, συμπληρώνει πως ο ήχος που άκουγε κανείς live, δε μπορούσε να συγκριθεί με εκείνον των ηχογραφήσεων. «Κάτι λίγο στο “On the Wings”, που γράψαμε μέσα σε λίγες ώρες, σε μια νύχτα, ήσουν κι εσύ εκεί Ιλάν, θυμάσαι; Τον Απρίλιο του 1973 στο στούντιο του Σμυρναίου, όλο live», μου λέει και οι αναμνήσεις μοιάζουν να φουντώνουν μέσα μου.»
«Στην ερώτησή μου, αν μετάνιωσαν που έφυγαν στο εξωτερικό, ο Γιάννης μου απάντησε με σιγουριά, πως ό,τι έκαναν έξω, το έκαναν για καλό. Έπαιξαν με τον Τρανταλίδη στο Ράδιο Λουξεμβούργο στο Παρίσι, στο Λονδίνο με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, που έκανε την παραγωγή του “Phos”, που έχει πουλήσει πάνω από 200.000 αντίτυπα μέχρι σήμερα.»
«Θυμάμαι την κουβέντα μας να διαρκεί αρκετή ώρα ακόμη. Συνεχίζει λέγοντάς μου, πως την επόμενη μέρα οι Socrates ηχογραφούσαν ζωντανά το όγδοο εγχείρημα της πορείας τους, μπροστά σε ένα τεράστιο, εξαγριωμένο κοινό, που είχε βρεθεί στο κατάμεστο υπαίθριο θέατρο του λόφου του Λυκαβηττού. Εκεί βίωσαν την πραγματική αποθέωση. Εκεί ένιωσαν για μία ακόμη φορά, σαν μικροί θεοί. Αυτό ήταν για ‘μένα ο Γιάννης Σπάθας, ένας θεός, ο γαλήνιος Δίας, η φτερωτή κιθάρα των Socrates.»