Τι συμβαίνει όταν 2 καταπληκτικοί μουσικοί ενώνουν τις δυνάμεις τους για να παρουσιάσουν ένα project, που δεν έχει προηγούμενο όσον αφορά τον ήχο και την άποψη που εκλύει; Η απάντηση είναι 2 λέξεις. Xylouris White. Από τη μία, ο Ψαρογιώργης με την καταπληκτική κι αισθαντική φωνή του και το υψηλής τεχνικής παίξιμο του στο λαούτο κι από την άλλη ο Jim White, o καλύτερος drummer που έχω δει ποτέ σε live, πραγματικά και το λέω αυτό πλήρως συνειδητά. Αν μπορούσα, θα έκλεινα το άρθρο εδώ, γιατί αυτό που έβγαλαν στην σκηνή αυτοί οι δύο άνθρωποι ήταν καθηλωτικό και σε έκανε να καταλάβεις γιατί έχουν πραγματοποιήσει πολυάριθμες εμφανίσεις σε όλο τον κόσμο τόσο γρήγορα κι εύκολα σε σχέση με το πότε συστάθηκε αυτό το μουσικό σχήμα.
Ανταπόκριση: Ηλίας Δελάκος / Φωτογραφίες: Σπύρος Φατούρος (περισσότερες εδώ)
Η προπώληση ήταν sold out από το μεσημέρι της ημέρας του live. Τα ελάχιστα εισιτήρια που υπήρχαν στο ταμείο φάνταζαν σαν μαγικά χαρτάκια για το κοινό κι εξαφανίστηκαν αστραπιαία. Όπως γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω, ο χώρος ήταν ασφυκτικά γεμάτος και δεν υπήρχαν περιθώρια μετακίνησης από την αρχική σου θέση. Όταν μπήκα μέσα στο six d.o.g.s., η πρώτη φιγούρα που αντίκρισα, μου φάνηκε αρκετά γνώριμη. Ήταν ο Γιάννης Αγγελάκας, ένας καλλιτέχνης που κάνει σπάνιες εμφανίσεις σε μουσικά δρώμενα. Μόνο και μόνο αυτό το γεγονός δείχνει το επίπεδο και το ταλέντο των Xylouris White, το οποίο αναγνωρίζεται από καλλιτέχνες, που έχουν χαρακτηριστεί πρωτοπόροι για τη γενιά τους και αποτελεί κίνητρο για να έρθουν να τους ακούσουν.
Έχοντας βρει κι εγώ την θέση μου μπροστά από τον ηχολήπτη, το live ξεκίνησε λίγο μετά τις 22.00 και μας περίμενε μια έκπληξη. Οι Xylouris White κάθισαν με τα όργανα στα χέρια μες στην σιωπή, ώστε να βρεθεί στο προσκήνιο ένας Κρητικός, ο οποίος άρχισε να απαγγέλλει με άκρως λυρικό τρόπο μαντινάδες για το καλωσόρισμα του κόσμου και την δημιουργία ενός παραδοσιακού, αλλά και συνάμα μυστικιστικού κλίματος. Οι μαντινάδες τελειώνουν κι επικρατεί μια γεμάτη σιωπή, όπου θα μπορούσες να ακούσεις τις καρδιές του κοινού να χτυπούν με προσμονή για το τι θα ακολουθήσει, πράγμα το οποίο συνέβη πολλές φορές μέσα στο live και δεν δημιούργησε αμηχανία παρά μόνο παραπάνω ένταση και πάθος. Πρώτο κομμάτι το “Only Love” κι ο χορός από το κοινό, που βρίσκεται στα «πρώτα θρανία» της σκηνής, αρχίζει. Η τεχνική κι ο ήχος που βγάζει ο Ψαρογιώργης στο λαούτο είναι εξωφρενικά στοιχεία της σκηνικής του παρουσίας κι αποκαλύφθηκαν για ακόμη μια φορά στο stage του six d.o.g.s., σε τέτοιο βαθμό που στο δεύτερο κομμάτι του setlist, έκανε διορθώσεις στον ήχο του και ταυτόχρονα έπαιζε γεμίσματα κι εναλλαγές έντασης. Αν δεν είχε και κάποια προβλήματα με την τοποθέτηση του μικροφώνου απέναντι απ’ το στόμα του, με αποτέλεσμα να χάνονται κάποιοι στίχοι, το live θα ήταν από την αρχή μέχρι το τέλος τέλειο με όλη τη σημασία της λέξης.
Επόμενο κομμάτι το “Daphne” με τον Jim White να χρησιμοποιεί σκούπες στα drums και να καταφέρνει να προσδώσει μια απαράμιλλη ατμοσφαιρικότητα, ενώ ο Ψαρογιώργης με βαριά φωνή ερμηνεύει τους πονεμένους στίχους του για μια αγάπη πεισματάρα. Το uptempo με το οποίο καταλήγει το συγκεκριμένο κομμάτι διαδέχεται η πειραγμένη εισαγωγή του “Σαν το νερό του ποταμού”, το οποίο ξεσηκώνει ακόμα περισσότερο το κοινό κι ακολουθεί το “Με των πολλών τη λογική”, στο οποίο ο Jim White επιστρατεύει το ντέφι του drum set του και επιδεικνύει την αδιανόητη τεχνική του με τέτοια ταχύτητα, που έχει την άνεση να είναι και λυρικός στις κινήσεις του. Τα δύο παραπάνω τραγούδια είναι από τον δίσκο του Ψαρογιώργη με τίτλο “Όσο κι αν δέρνει ο άνεμος”, που αποτέλεσε έναυσμα για να πειραματιστεί ακόμα περισσότερο μουσικά, καθώς συνεργάστηκε με μουσικούς, που ρέει στη φλέβα τους ο πειραματισμός, όπως ο Γιάννης Αγγελάκας, ο Γιάγκος Χαιρέτης κι ο αγαπημένος μου Νίκος Βελιώτης.
Ο εκστασιασμός, που είχε κυριεύσει το κοινό μετά το δυναμικότατο παίξιμο των δύο αυτών κομματιών, είχε ως αποτέλεσμα σε κάποια στιγμή, μια τύπισσα να ανέβει στη σκηνή από το πλάι, ώστε να βρεθεί στο πλευρό των φίλων της και να χορέψουν μαζί. Ένα μικρό moshpit άρχισε να δημιουργείται κι η ηχητική ισχύς και δυναμική έκανε τις πόρτες να τρέμουν κυριολεκτικά, καθώς καθόμουν σχετικά κοντά στην έξοδο και την άκουγα να τρεμοπαίζει. Αφού, λοιπόν, αρχίζουν κι ηρεμούν τα πνεύματα, μπαίνει μια χαλαρή κι ολίγον groovy εισαγωγή κι ο Ψαρογιώργης τραγουδά με την χαρακτηριστική χροιά του κάποιες μαντινάδες. Ξαφνικά, όμως, ο ρυθμός κι η δυναμική των οργάνων αλλάζουν και το κοινό αρχίζει κι αμφιταλαντεύεται μεταξύ σούστας και headbanging. Τα κρουστά έχουν αποκτήσει έναν άκρως rock ‘n’ roll ρυθμό κι είναι ξεκάθαρο πλέον ότι έρχεται το “Forging”. Τα πόδια του κόσμου έχουν πάρει φωτιά και όλοι τραγουδάνε τόσο δυνατά, που ένα μειδίαμα σχηματίζεται στο πρόσωπο του πολύ σοβαρού και μέχρι εκείνη τη στιγμή προσηλωμένου Jim White. Στη συνέχεια, η ατμόσφαιρα βάρυνε με τον ήχο των μπαγκετών , που πέφτουν πάνω στα δέρματα των τύμπανων και την φωνή του Ψαρογιώργη γεμάτη συναίσθημα να τραγουδά ένα ριζίτικο άσμα. Ο ήχος ήταν τόσο γεμάτος, σχεδόν συμφωνικός κι ο “Ερωτόκριτος” σε απαγγελία κι ορισμένες στιγμές το τραγούδι του Ψαρογιώργη ήταν ό,τι πιο ταιριαστό θα μπορούσε να υπάρξει, με τον Jim White να σωπαίνει κι απλά, κατά διαστήματα, να χαϊδεύει πολύ παραστατικά και με μεγάλες κυκλικές κινήσεις τα drums του.
Το περιβάλλον που είχε δημιουργηθεί ήταν μυσταγωγικό και του έμελλε να σπάσει με ένα από τα καλύτερα κομμάτια των Xylouris White, το “Black Peak”. O απόλυτος χαμός με τα drums να έχουν γεμίσει όλο τον χώρο με πρωτόγνωρη ενέργεια και να είναι πλέον μια επίδειξη τεχνικής από τους δύο αυτούς απίστευτους μουσικούς. Ο Jim White έκανε άρρυθμες παύσεις ενδιάμεσα από ένα ταχύτατο σόλο, ενώ σε κάποια στιγμή πραγματοποιείται ένα downtempo και μπαίνει το “Pulling the Bricks” σε μια άκρως ψυχεδελική έκδοση με μπόλικη δόση αυτοσχεδιασμού κι αυξομειώσεων ρυθμού. Ακολουθεί το “Spud’s Garden”, το οποίο αξίζει να ηχογραφηθεί σε αυτή την τόσο δυναμική έκδοση.
Το τέλος επήλθε με το μαγευτικό “Μέσα μου ο αέρας που φυσά”, στο τέλος του οποίου ο Ψαρογιώργης αναφώνησε ένα «Γεια σου, Αγγελάκα!» γεμάτος υπερηφάνεια και ψυχική ανακούφιση, ενώ λίγο πριν κατέβουν οι Xylouris White την σκηνή, άφησαν πάνω της την ψυχή τους με την μακρόσυρτη εκτέλεση του “Hey Musicians!”. Όταν κοίταξα το ρολόι μου κι είδα ότι πέρασαν δυόμιση ώρες από την έναρξη του live, εντυπωσιάστηκα, διότι δεν το κατάλαβα ποτέ κι αγχώθηκα, γιατί έχασα το μετρό. Αλλά δεν πειράζει. Άξιζε να χάσω το μετρό και το μυαλό μου, αφού κι αυτοί είχαν χάσει το μυαλό τους, αλλά ούτε ένα μουσικό μέτρο.