Δεν υπάρχει ομορφότερο συναίσθημα από το να ξυπνάς Κυριακή πρωί και να έχει παγιδευτεί ένα μαγικό βουητό στο μυαλό σου. Αυτό ακριβώς είναι και το πρώτο σύμπτωμα ότι η προχτεσινή βραδιά άξιζε τον κόπο και κάτι παραπάνω.
Ανταπόκριση: Τάσος Καρράς / Φωτογραφίες: Δανάη Φωκίου (περισσότερες εδώ)
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή λοιπόν. Ίσως την πιο ζεστή βραδιά του Μαΐου διάλεξαν να μας επισκεφτούν ο αγαπημένος Eugene και η σκοτεινή αλλά γλυκύτατη Emma, ο πρώτος έχοντας πάρει απουσία τα τελευταία 3 χρόνια και η δεύτερη πρώτη φορά στην χώρα μας σαν solo καλλιτέχνιδα. Η επιλογή του χώρου ήταν ιδανική μιας και το Fuzz έχει την μαγική ιδιότητα μια αρκετά ζεστή νύχτα να διατηρεί στους χώρους του μια ευχάριστη και δροσερή ατμόσφαιρα. Με τον κόσμο να μαζεύεται αργά αλλά σταθερά είχε έρθει η ώρα λίγο μετά τις 21:30 να υποδεχτούμε την Emma Ruth Rundle.
Κάπου εκεί είχαμε μια δυσάρεστη έκπληξη, κάτι το οποίο είχαμε υποψιαστεί είναι η αλήθεια, μιας και δίπλα στις κιθάρες της Emma βρισκόταν μια καρέκλα. Η ίδια λοιπόν εμφανίστηκε ξυπόλητη στην σκηνή και κουτσαίνοντας φανερά ταλαιπωρημένη, και αφού ζήτησε συγνώμη για την κατάσταση της λέγοντας μας ότι είναι η πρώτη φορά που δεν θα παίξει live όρθια, ξεκίνησε με το “Run Forever” με τις κινήσεις και τις εκφράσεις της να δείχνουν τον πόνο της έντονα, αλλά την φωνή της να βγαίνει από τα βάθη της ψυχής της με ένα μόνιμο λυγμό που ταίριαξε άψογα στις συνθέσεις της. Ακολούθησαν έξι ακόμα κομμάτια, “Hand Of God”, “Protection”, “So, Come”, ” Arms I Know Well”, “Living With The Black Dog” και κλείσιμο του σύντομου set με το “Marked For Death”. Αξίζει να αναφερθεί ότι θυμήθηκε την εμφάνιση της στην Ελλάδα πριν 7 χρόνια με τους Red Sparowes, χαρακτηρίζοντας την μια από τα καλύτερα live της ζωής της. Αν εξαιρέσει κανείς το φτωχό set και μερικά λαθάκια, η ψυχή που μας έδωσε ήταν κάτι μοναδικό, να της ευχηθούμε λοιπόν περαστικά και να την ξαναδούμε σύντομα.
Μετά από ένα μικρό διάλειμμα, στις 22:30 έσβησαν τα φώτα και ο χώρος γέμισε καπνούς και ήχους από Ινδιάνικες προσευχές να μας καλούν στην “εκκλησία” του πάτερ Eugene και της εκλεκτής παρέας του. Μέσα από αποθέωση έκανε την εμφάνιση της η τετράδα των Wovenhand με τον David Eugene Edwards ως συνήθως να ξεχωρίζει με την επιβλητική του παρουσία και να παίρνει θέση δίπλα στις κιθάρες του και περιστοιχισμένος από κουρέλια της Αμερικάνικης σημαίας, φορώντας το κλασικό του αμερικάνικο καπέλο στολισμένο με ένα ινδιάνικο φτερό και διάφορες χάντρες, τις χαρακτηριστικές του μπότες και τον σταυρό στο στήθος να συμπληρώνονται από το τζιν μπουφάν που τον συναντάμε στο εξώφυλλο του Star Treatment και το ραφτό στην πλάτη με την ινδιάνικη σκηνή. Πολλές θρησκευτικές παραδόσεις ενωμένες σε μια λοιπόν όπως μας συνηθίζει, με βασικά στοιχεία την κατάνυξη και την πίστη. Η διαφορά αυτή τη φορά, και μετά τον εκρηκτικό τους τελευταίο δίσκο, φάνηκε από το πρώτο δευτερόλεπτο και τις πρώτες νότες του “Hiss” με τον ήχο τους να έχει σκληρύνει αισθητά και να νιώθουμε ότι θα γκρεμίσουν στο πέρασμα τους το Fuzz, ακολούθησαν τα “Crystal Palace” και “The Hired Hand” στο ίδιο ύφος. Η πρώτη προσευχή ήρθε στην συνέχεια με το “The Quiver” και τον Eugene να μαγεύει με τον μοναδικό του τρόπο και τις κινήσεις του, ακολούθησαν τα “Swaying Reed” και “Salome”, με το setlist να είναι κατά το μεγαλύτερο του μέρος βασισμένο στους δύο τελευταίους δίσκους των Wovenhand “Star Treatment” και “Refractory Obdurate”. Αξίζει να σημειωθεί η άψογη και δυναμική παρουσία αρχικά του κιθαρίστα Chuck French που ακόμα και φωνητικά ταυτιζόταν όμορφα με τον Eugene, όπως και το δίδυμο τύμπανα-μπάσο Ordy Garrison και Neil Keener να είναι οι βασικοί παράγοντες του ανανεωμένου – εκρηκτικού και δυναμικού ήχου των Wovenhand.
Εν συνεχεία στο δεύτερο μισό άφησε τις κιθάρες του ο αγαπημένος μας σαμάνος και έπιασε το επίσης αγαπημένο του μπάντζο-μαντολίνο. Αρχή δεύτερου μέρους με το “All Your Waves”, για να έρθει και η αποθέωση στην συνέχεια με το “Corsicana Clip”. “The Refactory”, “Obdurate Obscura” ακολούθησαν για να έρθει ένα μαγικό κλείσιμο μέσα σε ένα απίστευτο χαμό και αρκετό κόσμο να είναι εξτασιασμένος με τα “Sinking Hands”(2 ταχύτητες πάνω) και “Crook and Flail”. Σύντομο διάλειμμα και επιστροφή στην αγαπημένη του Gretsch για encore με intro τους ινδιάνους όπως και στην αρχή και τα “Five by Five”, “Low Twelve” και “King O King” να μας αφήνουν να προσπαθούμε να συνέλθουμε, να μαζέψουμε τα κομμάτια μας και να αποχωρήσουμε με το τελευταίο βλέμμα του αρχιερέα να μας έχει καρφωθεί στο μυαλό.Μια συναυλία από αυτές που σου μένουν αξέχαστες, θα σε στιγματίζει για αρκετό διάστημα, και θα σε κάνει να περιμένεις με θρησκευτική προσμονή την επόμενη συνάντηση με τους αρχιερείς του είδους. Let them drink and forget.