Ο δυναμισμός, ο επιβλητικός θόρυβος και η στιβαρή σκηνική παρουσία που στοιχειοθετούν το συγκεκριμένο σχήμα της εγχώριας heavy rock/stoner σκηνής είναι σημαντικά συστατικά τα οποία δεν εκλείπουν από κάθε τους ζωντανή εμφάνιση, αλλά και από κάθε τους καλλιτεχνική δημιουργία. Η πρώτη μου επαφή με τους Void Droid, έγινε στο φεστιβάλ που πραγματοποιήθηκε στο χιονοδρομικό κέντρο της Ζήρειας, κάπου ανάμεσα στο γοητευτικό πράσινο της φύσης και στην ειδυλλιακή ομορφιά του βουνού, τον Αύγουστο του 2017. Τότε είχα γνωρίσει μία μπάντα, με διάχυτη ενέργεια και φανερή στροφή προς τη μανιώδη πλευρά που φέρνει στην επιφάνεια ο συνδυασμός του stoner rock και του heavy metal στοιχείου.
Κι αν το πρώτο τους εκείνο δισκογραφικό πόνημα, εν ονόματι “Terrestrial”, θεμελιώνει την southern, heavy metal /stoner ταυτότητα της μπάντας, το νέο τους εγχείρημα, μετά από τέσσερα χρόνια απουσίας από τη σκηνή, ντύνεται με έμφαση στη λεπτομέρεια, παικτική δεξιοτεχνία και πνευματική-καλλιτεχνική διαύγεια όσον αφορά το συγκερασμό φωνητικών και ήχου. Εμπλεκόμενοι με το δεύτερο κατά σειρά full-length album τους “Bipolar”, αφουγκραζόμαστε μέσα στα εννιά αυτά tracks που εμπεριέχονται στο δίσκο, την ηχητική ωρίμανση του συγκροτήματος. Αν και σε μια πιο ευρεία θεώρηση κινούνται σε ένα παρόμοιο ηχητικό μοτίβο, το αποτέλεσμα που προκύπτει από πρόσθετες πινελιές στα φωνητικά, στη συνολική αποτύπωση των riffs και των τυμπάνων, καθώς επίσης και στη μεταστροφή της στιχουργικής σε πιο προσωπικές σκέψεις, εμπλουτισμένες με αλληγορικές ή και συμπαντικές αναφορές στους τίτλους των κομματιών που κάποιες φορές οδηγούν τον ακροατή σε μια ανεπιτήδευτη ταύτιση, καθίσταται άρτιο και μεστό στο σύνολό του.
To εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου “Super Ego Villain” που αποτέλεσε και την πρώτη φρέσκια οπτικοακουστική κυκλοφορία προϊδεασμού για το τι έπεται να συναντήσουμε στο συγκεκριμένο άλμπουμ, αντιπροσωπεύει μια αυθεντική και απόλυτα στοχευμένη συνέχεια που δένει καταλυτικά το παρόν ύφος και τη δυναμική των υπόλοιπων κομματιών με εκείνα που συνέθεσαν τη βασική ιδέα του “Terrestrial”. Ευθύ και βροντώδες, δεσπόζει με τα ογκώδη ντραμς, το ξεχαρβαλωμένο μπάσο και την κιθάρα να συμπρωταγωνιστούν, ακολουθούμενα από βρώμικα και ταυτόχρονα απόκοσμα φωνητικά.
Από την άλλη το αλληγορικό “Zarathustra” με τις old school/southern metal αναφορές του, ορμώμενο από τις θρησκευτικές δοξασίες του ομώνυμου προφήτη των Περσών σε μια εποχή αβέβαιη και ανέλπιδη, κάνει λόγο για την εγκαθίδρυση μιας αναγεννημένης αυτόνομης αυτοκρατορίας, ενός νέου ξεκινήματος, όπου κυρίαρχος και δημιουργός της έναρξης αυτής θα μπορούσε να θεωρηθεί ο ίδιος σου ο εαυτός. Εδώ ερχόμαστε σε επαφή με ένα κιθαριστικό solo που με την ορμητικότητα του σε συνδυασμό με τις καλοδουλεμένες φωνές σε μαγνητίζει στο αλλόκοτο μουσικό σύμπαν του.
Το πολυμορφικό Milkaholic, αναδύεται μέσα από μια αμερικανική folk rock εισαγωγή των 60s-70s, η οποία εν συνεχεία μεταστρέφεται και ξεσπά σε ένα σκληρό και ηχηρό heavy rock τέμπο. Οι ευφυείς ελιγμοί σε κιθάρα και vocals, το αδυσώπητο μπάσο και τα πληθωρικά ντραμς του επακόλουθου “Somen Mask”, το μετουσιώνουν στο χιτάκι αυτού του δίσκου. Με μία επίκληση στη χαμένη γοητεία μιας ακουστικής μπαλάντας στο κύριο μέρος του, δημιουργείται το “The Μars March”, που κουρδίζει δυναμικά τον ψυχισμό μας, ενώ προετοιμάζεται να δεχτεί το εκκωφαντικό και αδίστακτο “The Venus Effect”.
Κορυφαία στιγμή του άλμπουμ το άκρως ορμητικό και εκστατικό “Clockface” σε μια παραλλαγμένη, μεταμοντέρνα εκδοχή των Sword με τους Disturbed, με πρώτα και δεύτερα φωνητικά να συμπλέκονται αρκετά απαιτητικά και ταυτόχρονα τόσο επιτυχημένα. Είναι εκείνο το κομμάτι, που μαζί με το προαναφερθέν Somen Mask , θα αφοπλίσουν εν τέλει τις αισθήσεις σου. H γλυκιά μελαγχολία του “Bipolar”, που αφήνει το νου σου να περιπλανηθεί διακόπτεται απότομα από την ευθύτητα του “Puer Blue”, με τα αξιομνημόνευτα -για άλλη μια φορά- vocals, το οποίο με τη σειρά του αναλαμβάνει να τιθασεύσει και να αιχμαλωτίσει την σκέψη σου.
Οι Void Droid, κατορθώνουν με αυτό τους το πόνημα σε μια αρκετά δυσχερή συνθήκη των καιρών να μας ξεσηκώσουν από ψυχολογικής άποψης, επιτρέποντας από τη μία στα βίαια και επιθετικά μας ένστικτα να βρεθούν στην πρώτη γραμμή και παράλληλα καλώντας την ενσυναίσθητή μας διάθεση να τα καταλαγιάσει. Το ανεβασμένο επίπεδο της παραγωγής σε συνδυασμό με την προοδευτική απόδοση του ήχου τους, τα πολυεπίπεδα φωνητικά και το επίκαιρο, συναισθηματικά φορτισμένο artwork της Δανάης Βαμβάκου που ανοίγει έναν καλλιτεχνικό διάλογο για τη διπολική διαταραχή, ορίζουν μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και αξιέπαινες εγχώριες μουσικές δημιουργίες που αναμφίβολα επιτρέπει στο συγκρότημα να εγκαθιδρύσει εκ νέου μια κεντρική θέση στα ακούσματά μας.