Στο διεθνή μουσικό τύπο, συνηθίζεται όταν δημιουργούνται σχήματα από καταξιωμένους με τις προηγούμενες μπάντες τους καλλιτέχνες να γίνεται λόγος για supergroup. O Σταύρος Γαρεδάκης άκουσε λοιπόν το debut album των Vaxtones και έσπευσε να θέσει τις ερωτήσεις του στον Δημήτρη Βόγλη.
Όλα τα μέλη του σχήματος έχετε μακρόχρονη παρουσία στην εγχώρια σκηνή. Υπήρχε προσωπική γνωριμία από εκείνες τις μέρες; Πώς προέκυψε αυτή η μεταξύ σας συνεργασία με τη μορφή των Vaxtones;
H αλήθεια είναι οτι δεν γνωριζόμασταν όλοι προσωπικά μεταξύ μας από τις παλαιότερες μέρες. Μόνο με τον Παναγιώτη ήμασταν παιδικοί φίλοι, και οποιαδήποτε μουσική απόπειρα έκανα , την κάναμε μαζί… Η Ελένη ήταν γνωστή φυσικά, από τους “Film”, αλλά και ως “Etten”. Οι Film ήταν φανταστική μπάντα – από τις καλύτερες ξενόγλωσσες στην Ελλάδα – για μένα μαζί με τους Last Drive οι καλύτερες! Δεν θα ξεχάσω όταν τους είχαμε δει στο Ejekt το 2006, πριν τους New Order, είχαμε εντυπωσιαστεί από τη φωνή της και τη σκηνική της παρουσία. Τότε είχαμε με τον Παναγιώτη τους Scopitone, και θυμάμαι το σχόλιο μας, μακάρι να την είχαμε στην μπάντα. Τον Χρήστο και τον Νίκο τους ξέρω χρόνια από τις μπάντες τους και από κοινές παρέες, και έχουμε γίνει φίλοι τα τελευταία χρόνια. Με τον Θάνο γνωριστήκαμε λίγο πριν τις ηχογραφήσεις. Όλα ξεκίνησαν με το “Never Ending Story” που είχα γράψει χρόνια πριν, και η Ελένη ήταν η μεγαλύτερη αφορμή για να στηθεί η μπάντα. Φτιάξαμε με τον Παναγιώτη τον κορμό του κομματιού, έβαλε η Ελένη τα φωνητικά και μετά απευθύνθηκα σε φίλους για τα υπόλοιπα όργανα και το ένα έφερε το άλλο. Και να οι Vaxtones…
Μοιάζει ο ήχος των Vaxtones να εμπεριέχει στοιχεία μουσικής από το παρελθόν κάθε μέλους. Ισχύει όντως κάτι τέτοιο; Ήταν συνειδητή επιλογή σε τί ύφος θα κινηθείτε, ή εξελίχθηκε ασυνείδητα στην πορεία;
Ναι ήταν ξεκάθαρη, συνειδητή επιλόγή ο ήχος που ήθελα να κινηθούμε – ήταν ένα project που είχα στο μυαλό μου πάρα πολλά χρόνια. Σίγουρα κάθε μέλος έχει βάλει τα δικά του στοιχεία, αλλά το πιο σημαντικό ήταν να ακούγεται φρέσκο. Η ιδέα είναι οποιοδήποτε μουσικό είδος πιάναμε από indie pop, calypso, punk, swing, 60’s pop να το προσαρμόσουμε στον δικό μας ήχο, βάζοντας, όμως, ο καθένας τη δική του πινελιά και γνώση.
Για την παραγωγή συνεργαστήκατε με μια πολύ διακεκριμένη προσωπικότητα, με εντυπωσιακά credits (και πάρα πολλά για να τα απαριθμήσουμε). Μια τέτοια επιλογή, που σίγουρα δεν είναι εύκολη με τα σημερινά οικονομικά δεδομένα, φαίνεται να υποδηλώνει μεγάλη αυτοπεποίθηση για το project. Γνωρίζατε από νωρίς ότι θα είχε τόσο καλό αποτέλεσμα όλο αυτό;
Όπως είπα παραπάνω, ήταν ένα project που είχα στο κεφάλι μου πολλά χρόνια. Όταν, λοιπόν αποφασίσαμε να το κάνουμε, όλοι μας θέλαμε να βγεί σωστά – η αλήθεια είναι ότι έχουμε αυτοπεποίθηση, και για αυτό απευθυνθήκαμε στον Clive Martin για την παραγωγή και τον Noel Summerville για το mastering. Η ουσία είναι ότι περάσαμε φανταστικά με τον Clive, είναι υπέροχος άνθρωπος και εκπληκτικός επαγγελματίας.
Είναι ο τίτλος του άλμπουμ, “Never Ending Story”, κάποια έμμεση έστω αναφορά στη βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Michael Ende πολυαγαπημένη ταινία των παιδικών μας χρόνων; (και συγγνώμη αν προδίδει τις ηλικίες μας κάτι τέτοιο.)
Με εντυπωσιάζει η ερώτηση αυτή… Στο τραγούδι “Never Ending Story” δεν είχα δώσει ποτέ τίτλο, απλά το έγραφα πάντα ως story, όταν μου ήρθε η ιδέα για την τελική του ονομασία σκέφτηκα ότι το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν από τα πολυαγαπημένα μου οπότε και προέκυψε έτσι. Σαν την ιστορία που ο ήρωας μπάνει μέσα στο παραμύθι και δεν τελειώνει ποτέ. Έτσι είναι και η μουσική… μπαίνεις μέσα σε αυτήν και χάνεσαι. Όσο πιο πολλά μαθαίνεις, τόσο καταλαβαίνεις ποσο λίγα ξέρεις… Έχεις δίκιο, ναι, έχει σχέση με το βιβλίο, και γι’αυτό αποφασίσαμε να λέγεται έτσι και ο δίσκος.
Το κομμάτι που κλείνει το άλμπουμ ισχυρίζεται “Δεν μπορώ να γράψω ένα χαρούμενο τραγούδι”. Κι όμως, η μουσική σας ακούγεται μάλλον ανεβαστική. Τί θα λέγατε ότι πραγματεύονται τα κομμάτια σας; Ποιά είναι τα πράγματα που σας εμπνέουν γενικότερα;
Ναι, ύστερα από 9 χαρούμενα τραγούδια κλείνουμε λέγοντας “I can not write a happy song”. O αυτοσαρκασμός είναι ένα στοιχείο που μας διακατέχει όλους, το ίδιο το τραγούδι ακούγεται πάνω κάτω χαρούμενο. αλλά όλη η ιδέα ήταν να γράψουμε έναν δίσκο με γρήγορα και χαρούμενα τραγούδια. Προσωπικά. μου άρεσαν πάντα οι δίσκοι με γρήγορα κομμάτια οπως των Chumbawamba, Monochrome Set, Jonathan Richman, Ramones, Housemartins, αλλά και καινούργια ονόματα όπως οι Real Numbers, Spook School μεταξύ άλλων… Κάθε κομμάτι είναι και μια διαφορετική ιστορία. Η έμπνευση μπορεί να έρθει από οτιδήποτε, από μία ταινία, ένα γατάκι στον δρόμο, από τον αγαπημένο μας ποδοσφαιριστή. αλλά και από την οργή, όπως στο Never Understand. Βut I like Jamie Vardy…
Φαντάζομαι το πλάνο σας από εδώ και μπρος εστιάζεται στο να μεταφέρετε το υλικό σας στη σκηνή. Έχετε ήδη προγραμματίσει την πρώτη ζωντανή παρουσίαση του άλμπουμ, και αν ναι, υπάρχουν κάποιες πληροφορίες για το event που θα μπορούσατε να μοιραστείτε;
H πρώτη μας εμφάνιση είναι στις 20 Μαίου, στο 1st Athens Ιndie Πop festival που θα γίνει στο Half Note, θα εμφανιστούμε στις 11 Νοεμβρίου στο Gagarin 205 με τους αγαπημένους Undertones, και αναμένουμε κάτι ακόμα για τον Ιούλιο. Με τον καιρό θα προκύψουν και νέες εμφανίσεις.
Μιας και όπως προαναφέρθηκε, όλα τα μέλη των Vaxtones έχετε μακρά πορεία, σε άλλοτε καλύτερες κι άλλοτε δυσκολότερες για την εγχώρια ανεξάρτητη σκηνή περιόδους, ποιά είναι η εικόνα αυτής όπως τη βλέπετε σήμερα;
Είναι πολύ αισιόδοξη η κατάσταση, λατρεύω να βλέπω νέα παιδιά, νέες μπάντες με όρεξη και ενέργεια να κυνηγούν τα όνειρα τους! Υπάρχει, όπως υπήρχε πάντα βέβαια στις ξενόγλωσσες μπάντες, ένα είδος σνομπισμού από το ελληνικό κοινό, ειδικά στην indie pop σκηνή, αλλά ευτυχώς υπάρχουν άνθρωποι με μεράκι και αγνή αγάπη για τη μουσική, όπως τα παιδιά που τρέχουν δισκογραφικές όπως η Old Bad Habits, Make me Happy ή HitchΗyke παλιότερα μεταξύ άλλων.