Μην έχοντας ακούσει κάτι από πριν για τη νέα δουλειά του Ty Segall και αντικρίζοντας τον τίτλο του νέου του album, “Fudge Sandwich”, δεν ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να περιμένω. Με έκπληξη αντίκρισα τους τίτλους των τραγουδιών και κατάλαβα ότι όλα αποτελούν covers έντεκα κομματιών από John Lennon και Neil Young, μέχρι Funkadelic και The Grateful Dead.
Ο κανόνας είναι ότι όταν ένας καλλιτέχνης καταφεύγει σε covers γνωστών κομματιών, θα κάνει τους πιο καχύποπτους να σκεφτούν αμέσως ότι έχει στερέψει από ιδέες και έμπνευση. Αυτό δε φαίνεται να συμβαίνει σε καμία περίπτωση με τον Ty Segall, ο οποίος παραμένει αμείλικτα παραγωγικός. Με το “Fudge Sandwich”, τη νέα του δισκογραφική δουλειά, παίρνει το μουσικό σκελετό από έντεκα μελωδίες, τον ανασκευάζει με αναζωογονητική διάθεση και βάζει τη σφραγίδα της προσωπικότητάς του σε καθέναν από αυτούς.
Όλα ξεκινούν με μια απειλητική version του ευχάριστα funky “Low Rider” των War, με το οποίο ο Segall διασαφηνίζει την πρόθεσή του να μην πατήσει πάνω στο template των πρωτοτύπων. Το ίδιο ισχύει και για το “War Class” των Dils, του οποίου διπλασιάζει τη διάρκεια, μετατρέποντάς το από έναν ύμνο της hardcore punk σε ένα acoustic folk rock τραγούδι που γλυκαίνει το original και ενισχύει το συναίσθημα του. Το “Isolation” του Lennon είναι ένα από τα λίγα παραδείγματα του Segall, που τιμούν ευλαβικά τόσο τον ήχο όσο και τη νοοτροπία του πρωτότυπου. Από την άλλη το “St. Stephen” των Grateful Dead δεν είναι τόσο στοχαστικό όσο το original, πατάει όμως επάνω στην υποκείμενη εσωτερική του ένταση, σε ίσως λίγο πιο trippy εκδοχή. Το cover πάνω στο “Hit It and Quit It” των Funkadelic είναι τρομερά διασκεδαστικό, ίσως πιο catchy και από το πρωτότυπο, ενώ το κάπως αφελές “Low Rider” μετενσαρκώνεται σε ένα σκοτεινό και χαώδες κομμάτι, όπως αντίστοιχα το “The Loner” του Neil Young μετατρέπεται σε μια άγρια έκρηξη garage punk ήχου. Τέλος, το “Slowboat” είναι ίσως λίγο βαρετό σε σχέση με τα υπόλοιπα, αλλά δεν επηρεάζει κατ’ ελάχιστο το συνολικό αποτέλεσμα.
Σε όλη την έκταση του δίσκου η κιθάρα του Segall είναι ομολογουμένως εξαιρετική, αλλά αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει εδώ είναι το drumming του, που παιχνιδίζει μονίμως φλερτάροντας ταυτόχρονα με το rock, το psych και την punk.
Ο Segall είπε ότι έκανε αυτό το album “για διασκέδαση” και σίγουρα αυτό γίνεται αντιληπτό. Χωρίς αμφιβολία, όμως, αποτελεί ταυτόχρονα ένα homage αγάπης από έναν εραστή της μουσικής στις μπάντες και τους καλλιτέχνες, που τον μεγάλωσαν και τον επηρέασαν.