Οι Strokes, έπειτα από επτά χρόνια αναζήτησης, ανακάλυψαν τον χαμένο τους εαυτό, τον οποίο σου συστήνουν αποκαλώντας τον “The New Abnormal”, αφήνοντας τον ελεύθερο για να μπορέσεις να τον αρπάξεις και να τον μεταπλάσεις σε όποια εκδοχή του, εσύ εντοπίζεις τον δικό σου. Ακούγοντας το νέο αυτό εγχείρημα με την εξαιρετική παραγωγή του Rick Rubin και των συνεργατών του, από την αρχή μέχρι το κλείσιμό του, η ψυχική σου κατάσταση μεταστρέφεται ολοκληρωτικά, καθώς κάθε του δημιουργία καθίσταται ικανή να σου “ξυπνήσει” ακόμη κι εκείνα τα συναισθήματα που αμφιβάλλεις αν όντως υπάρχουν, αδυνατώντας να τα περιγράψεις και να τα βιώσεις. Το θρυλικό κουιντέτο από τη Νέα Υόρκη βάλθηκε να εισβάλλει ξανά στα ακουστικά και στην πραγματικότητά μας με τον πιο απρόσμενο κι ελκυστικό τρόπο. Κάθε κομμάτι φαντάζει τόσο ιδιαίτερα δομημένο και τόσο ταιριαστά αντιφατικό, “γαντζώνοντας” με θράσος τη θέση του στις κοινωνικές εξελίξεις, τις διαπροσωπικές σχέσεις και την ανθρώπινη ψυχή.
Από το αριστοτεχνικά εκθαμβωτικό “The Adults Are Talking” με τα dazzling, ερωτικά και ταυτόχρονα crispy riffs του που διασκορπίζονται σαν να συνομιλούν μεταξύ τους καθώς το αισθαντικό φαλτσέτο του Julian φτάνει ως ένας γλυκός ψίθυρος στο υποσυνείδητο σου μέχρι το συναισθηματικά φορτισμένο, κυκλικό chorus και τα soothing vocals του “Selfless” που αναζητά τη θαμμένη σου αυτοεκτίμηση. Από τη disco, pop-punk, neon ατμόσφαιρα του “Brooklyn Bridge To Chorus” που σε ωθεί να “σπάσεις” την καραντίνα σου και να περιπλανιέσαι στο δρόμο χορεύοντας ασταμάτητα, μέχρι τη new wave αύρα των New Order και την dance-punk διάθεση του Billy Idol που συνωμοτoύν με τις “Bad Decisions” του Julian, ο οποίος αισθανόμενος ότι έχει χάσει την ταυτότητά του, προσπαθεί μάταια να χτίσει νέες φιλίες, αυτό το άλμπουμ ηχεί στ’ αυτιά μας, σαν μια άρτια, μεθυστική, αναλογική σύνθεση με σύγχρονη αισθητική, της οποίας η τωρινή αποκάλυψή μας προσφέρει την ύψιστη ψυχική ικανοποίηση.
Κι αν είσαι ο δύσπιστος εκείνος ακροατής, που προσμένεις να ξαναδείς κάτι αντάξιο του μουσικού τους παρελθοντικού μεγαλείου όπως αυτό αποτυπώθηκε στο ντεμπούτο τους “Is This It” πίσω στο μακρινό 2001 κι εδραιώθηκε με νεότερες πολυεπίπεδες, χαρακτηριστικές τους δημιουργίες σαν το “Angles” που κυκλοφόρησε το 2011, ένα άλμπουμ που έχει ξεχωρίσει, αυτό το “φρέσκο” πόνημα που πλέον διαφοροποιεί τους Strokes απ’ την αρχική indie, post-punk καταγωγή τους, θα καταρρίψει κάθε σου αμφιβολία. Κι αν πάλι ανήκεις σε όσους τους άφησαν εδώ και κάποιον καιρό στη γωνία, επιθυμώντας κάποια στιγμή να τους ξαναγνωρίσουν από την αρχή, αυτή είναι η ευκαιρία σου, καθώς σε φυλακίζουν στον κόσμο τους, με τη πιο συμπαγή κι εθιστική μουσική τους κυκλοφορία, μετά από τουλάχιστον δέκα χρόνια αναμονής. Θα μυηθείς στη funky, synth R&B ψυχεδέλεια του “Eternal Summer” και θα λατρέψεις ξανά τη λαμπερή, ατσάλινη χροιά του Julian, που παρουσιάζεται πιο θελκτική από ποτέ. Θα βυθιστείς στην ambient, art pop, μυσταγωγική συνθήκη του “At The Door” με τα ειδυλλιακά synthesizers. Θα αγαπήσεις την εντυπωσιακή, αλλόκοτη μελαγχολία στους τονισμούς της φωνής του και θα ταυτιστείς με την αβεβαιότητά του, καθώς ο Casablancas διατρανώνει προς το μέρος σου τον εσωτερικό του διχασμό “I didn’t know, I wasn’t sure, can’t remember all that well, I couldn’t change, was too late…”, θα λατρέψεις το διαυγή ρομαντισμό της κιθάρας μέσα απ’ την εμφάνιση του “Why Are Sunday’s So Depressing” και θα εξυμνήσεις τη μαεστρία των τυμπάνων του Fabrizio με το αναπάντεχο φινάλε του ακροτελεύτιου “Ode To The Mets”.
Οι The Strokes, επέστρεψαν για να “φωλιάσουν” στην ακουστική και τον ψυχισμό μας, προσφέροντας μας το πιο ευφάνταστο αντίδοτο στις πιο ασθενικές και θαμπές ημέρες μας, ενώ η όψη που επιλέγει να ενστερνιστεί ο frontman Julian, ξετυλίγει την ροπή του προς τις ηχητικές καταβολές των The Voidz. Αυτοαναιρούνται για να αυτοπροσδιοριστούν μέσα απ’ τις διαχρονικές καλλιτεχνικές τους ανησυχίες που κατακλύζουν με απύθμενα αισθήματα τον ακροατή και συγκροτούν τις γλυκόπικρες, ατμοσφαιρικές συνθέσεις τους, διατηρώντας ισχυρούς δεσμούς με το παρελθόν τους και παράλληλα ανθίζοντας σε ένα φωτεινό, ανανεωμένο παρόν. Το ερώτημα είναι, μπορεί κάποιος να τους αγαπήσει ακόμη περισσότερο μελλοντικά απ’ ότι ήδη (ξανά)συνέβη τώρα;