Μπορώ να πω ότι με το που είδα τον τίτλο του album ενθουσιάστηκα και μου τράβηξε την προσοχή χωρίς να έχω ακούσει ήδη τον δίσκο. Γενικότερα το ασιατικό αισθητικό μοτίβο “πουλάει” πολύ τελευταία και απ’ ό,τι φαίνεται “έδεσε” και στον συγκεκριμένο δίσκο. Το “Sanatana Dharma” φαίνεται ότι είναι ένα πόνημα πραγματικά από τα σπλάχνα του Ε. Καραδήμα των Nightfall, ο οποίος φαίνεται ότι προσπάθησε να “παντρέψει” άπειρες heavy, doom, και 70s ιδέες του μέσα σε ένα αρκετά εντυπωσιακό album.
Ξεκινώντας από το “She is My Lazarus”, ενώ δεν έχει κάποια πολύ αυστηρή ροή, το τραγούδι είναι γεμάτο από εκπλήξεις. Είναι πραγματικά πασιφανές ότι ξέρουν πολύ καλά πως να κινηθούν οι The Slayerking… Ενώ έχουν καταπιαστεί με εμπορικές μελωδίες πολύ κοντά σε καθαρά heavy metal μέτρα με doom στοιχεία, έχουν βάλει μέχρι και ιδιαίτερα chants στο πρώτο τραγούδι κάτι που το κάνει ακόμα πιο “πικάντικο” και ενδιαφέρον. Για ελάχιστα λεπτά στο “Black Mother of the Lord of Light” χάθηκα λίγο και δεν με τράβηξε κάτι συγκεκριμένο και ξαφνικά μπήκε – για εμένα – το καλύτερο κομμάτι του δίσκου το οποίο τιτλοφορείται “Sargon of Akkad”. Εξαίρετες μελωδίες, το ιδανικό “βαρύ πυροβολικό” του album το οποίο θυμίζει τρομερά μέχρι και μελωδίες των Obsessed. Ακολούθως, όλα εναρμονίζονται, όλα τα όργανα έχουν τον μοναδικό τους ρόλο και χτυπούν τα “νήματα” που πρέπει για να ταρακουνήσουν τον ακροατή τους. Τα λεπτά κυλούν όμορφα και ο δίσκος ξετυλίγεται πολύ ομαλά. Ενώ προηγουμένως το μπάσο φαίνεται ότι έκανε τρομερά αισθητή την παρουσία του με τις βίαιες μελωδίες του και την άψογη συνοδεία του, από ένα σημείο και μετά σαν να “σβήνει” και δίνει τη θέση του μόνο στα riffs και τα φωνητικά τα οποία είναι και αυτά που δίνουν την βασική κινητήρια δύναμη σε ολόκληρο το album. Ο επίλογος του “Sanatana Dharma” είναι και το τελευταίο πιο “κραταιό” κομμάτι του δίσκου… Το “Southern Gate of the Sun”.
Το μόνο που ίσως θα μπορούσα να σχολιάσω παραπάνω για το album πέρα από τα “καλά” αυτού, είναι το γεγονός ότι θα ήθελα τα φωνητικά να γίνουν ελάχιστα πιο “ατμοσφαιρικά” με κάποιο βάθος κατά την ερμηνεία, με σκοπό απλά να “δένουν” λίγο καλύτερα και να μην ακούγεται σαν ένας πομπώδης μονόλογος όπως αποτυπώθηκε κατά πολύ στο “We are the End”.