Mε αφορμή την παρουσίαση του ντεμπούτο EP τους αύριο, 1η Απριλίου στο six d.o.g.s, ο Άρης Ζαρκαδάκης μίλησε με τους The Mound για τη μέχρι τώρα ιστορία τους, τις μελλοντικές τους κινήσεις, αλλά και το πως βλέπουν τη heavy rock σκηνή του τόπου μας.
The Mound λοιπόν. Φρέσκα πρόσωπα στη Αθηναϊκή heavy rock παρέα που ολοένα και μεγαλώνει. Αρκετοί σας γνωρίζουν, πολλοί όμως όχι ακόμα. Για κάντε τις συστάσεις λοιπόν…
Είμαστε μια μπάντα που δημιουργήθηκε στα τέλη του 2012, όπου τα μέλη συνδεόμασταν κάπως μεταξύ μας σαν φίλοι ή γνωστοί με πρώτο μέλημα να παίξουμε live με covers, ουσιαστικά να τζαμάρουμε πάνω στο φάσμα του σκληρού ήχου. Κάπου εκεί, μεταξύ πολλών προβών και συζητήσεων περί επιρροών και μουσικής γενικά, καταλήξαμε να παίζουμε ένα είδος που ίσως το λες heavy doomy groovy rock (!!!). Με το καιρό δεθήκαμε παραπάνω και από την άνοιξη του 2013 από όπου έχουμε και σταθερό line up, αρχίσαμε να δουλεύουμε πάνω σε δικό μας υλικό, κάτι που αποτυπώθηκε στο demo μας το καλοκαίρι του ίδιου χρόνο. Έπειτα ακολούθησαν διάφορα live στην Αθήνα καθώς και δουλεία σε υλικό που θα αποτελούσε τη πρώτη επίσημη κυκλοφορία.
Πριν από λίγο καιρό, λοιπόν, είχατε και την πρώτη επίσημη κυκλοφορία σας. Πώς πάει μέχρι στιγμής το EP; Υπάρχει η ανταπόκριση που περιμένατε;
Αν και είναι νωρίς και με τη παρουσίαση να εκκρεμεί, μπορούμε να πού ότι έχουμε ένα πολύ θετικό feedback και από άποψη σχολιασμών και από άποψη ενδιαφέροντος για τη κυκλοφορία. Σε πρώτη φάση, σημασία έχει να φτάσει η μουσική μας με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο σε όσο περισσότερο κόσμο γίνεται.
Μετά το EP λογικά ακολουθεί και ένα full length. Υπάρχει έτοιμο υλικό; Να το περιμένουμε σύντομα;
Είναι η φυσική συνέχεια και κάτι το οποίο, παράλληλα με τις κινήσεις για το EP, δουλεύουμε το τελευταίο καιρό. Υπάρχει λοιπόν υλικό, κάποιο θα παρουσιάζουμε και live (spoiler) και πραγματικά ελπίζουμε το συντομότερο δυνατό να ξαναμπούμε στο στούντιο. Βέβαια σίγουρα ακόμα δε μπορούμε να τοποθετήσουμε ακριβώς χρονικά πότε θα συμβεί αυτό…
Απ’όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω η βάση της μπάντας είναι κυρίως το Μενίδι αλλά και τα Άνω Λιόσια. Πόσο δύσκολο είναι για μία μπάντα με γενικότερη rock μουσική κατεύθυνση να προέρχεται από αυτές τις περιοχές όπου ο ήδη μικρός μέσος όρος του rock ακροατηρίου είναι ακόμα μικρότερος;
Για την ακρίβεια, πλεόν δύο μέλη της μπάντας μένουν στο Μενίδι (Νώντας – κιθάρα, Πέτρος – μπάσο) καθώς ο Αργύρης (φωνή) μετακόμισε πρόσφατα στο Γαλάτσι, ο Γιώργος (κιθάρα) μένει στο Ίλιον και ο Νίκος (τύμπανα) μένει στο Μαρούσι. Διασκορπιστήκαμε κάπως. Η αλήθεια είναι όντως όπως τη παρουσιάζεις αλλά εμείς ξεκινήσαμε παίζοντας σε αυτές τις περιοχές και υπήρξε κόσμος που μας στήριξε και μας στηρίζει από τη πρώτη στιγμή. Πέρα από τους πρακτικούς λόγους, ότι δηλαδή κατά βάση βρισκόμαστε μακριά από το κέντρο της πόλης και αυτό δυσκολεύει τις καταστάσεις, θεωρούμε ότι αν αφοσιωθείς σε αυτό που θες να κάνεις, δε παίζει κανένα ρόλο το μέρος που βρίσκεσαι. Έτσι μόνο μένεις ανεπηρέαστος από τη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, δεν είναι τοπικιστικό το θέμα.
Η φωνή της μπάντας, ο Αργύρης ο Δρόκαλος, είναι και το μεγαλύτερο ηλικιακά μέλος της νομίζω. Τα νεότερα μέλη γενικότερα προσφέρουν ενθουσιασμό. Ο Αργύρης προσφέρει την απαραίτητη σοβαρότητα και ίσως κατευθύνει τους υπόλοιπους;
Γενικά είμαστε μια εντελώς δημοκρατική μπάντα, κάτι που πολλές φορές μπορεί να μας κάνει να χρονοτριβούμε και να τσακωνόμαστε αλλά έτσι μόνο στο τέλος όλοι είμαστε σύμφωνοι με τις αποφάσεις που παίρνουμε. Σίγουρα ο Αργύρης είναι ηλικιακά πιο μεγάλος, τον λες και πατέρα, αλλά όλο αυτό είναι συλλογικό και κοιτάμε πάντα να ισορροπούμε μεταξύ του ενθουσιασμού και της ίσως πιο ρεαλιστικής εικόνας που μπορεί να έχει ο Αργύρης σαν μεγαλύτερος. Ίσως αυτή η μίξη να βοηθά στο ότι μας αρέσει αυτό που κάνουμε. Κάθε μέλος έχει τα χαρακτηριστικά του, τα θετικά και τα αρνητικά του που προσφέρει στη μπάντα, ο καθένας παίρνει από τον άλλον “ζωή”.
Ποια είναι η άποψη σας για τη γενικότερη heavy rock σκηνή, όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στην υπόλοιπη χώρα; Έχετε κάποια εξήγηση για την άνθιση που γνωρίζει αυτός ο ήχος τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα;
Γεγονός είναι ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχουν όλο και περισσότερες μπάντες στον ευρύτερο αυτό ήχο και συνέχεια ανεβαίνει το επίπεδο παιξιμάτων αλλά και παραγωγής. Η κρίση έφερε κόσμο στη μουσική και στο σκληρό ήχο, κάνοντας πολλούς επιτέλους να κοιτούν και πιο κοντά τους. Μπορεί αυτό να δημιουργεί μια σύγχυση γιατί υπάρχει μια υπερπροσφορά, αλλά εμείς μόνο ως θετικό μπορούμε να το πάρουμε. Χρειάζεται μια διαχείριση και να είναι αλληλέγγυα η σκηνή ώστε να μη “χάνονται” μπάντες στη πορεία. Ο λόγος της άνθισης ίσως είναι το γεγονός ότι ο άπειρος μουσικά χώρος μεταξύ classic rock και metal στην Ελλάδα, αν και είχε κάποιους δυνατούς πρεσβευτές, ήταν γενικά ανεξερεύνητος προηγούμενα χρόνια. Βοήθησε και η επιτυχία κάποιων μπαντών, κάτι σαν έμπνευση και παρακίνηση. Επίσης φαίνεται ότι μας ταιριάζει και σαν ήχος τελικά..
Τι είναι αυτό που δίνει το ερέθισμα στους The Mound να γράψουν μουσική;
Κυρίως η εσωτερική ανάγκη για έκφραση. Η εξωτερίκευση συναισθημάτων και σκέψεων. Φυσικά επηρεαζόμαστε από το κόσμο γύρω μας, είμαστε ενεργοί σε αυτόν και βγαίνει αυτό στη μουσική μας.
Την Πρωταπριλιά παρουσιάζετε στο κοινό το δισκογραφικό σας ντεμπούτο. Είναι ένα σημαντικό event για εσάς προφανώς. Τεστάρετε τις δυνάμεις σας ίσως, καθώς και το κλικ που κάνετε στο κοινό, από τη στιγμή που η πλειοψηφία θα δώσει το παρόν κυρίως για εσάς;
Είναι η πιο σημαντική στιγμή μας μέχρι τώρα και θέλουμε να τη ζήσουμε όσο πιο έντονα γίνεται. Το περιμέναμε καιρό. Δε το βλέπουμε τόσο σαν τεστ, όσο σαν ευκαιρία να αποδόσουμε τη δουλειά μας όσο καλύτερα γίνεται ευχόμενοι να αρέσει στο κοινό, να περάσει όμορφα το βράδυ του και την επόμενη μέρα να μας έχει στο μυαλό του.
Εύχομαι κάθε επιτυχία για το live της Παρασκευής αλλά και στα μελλοντικά σας πλάνα. Και κάτι δικό σας για να κλείσουμε αυτή την κουβεντούλα…
Ζούμε περίεργες εποχές αλλά πρέπει όλοι να είμαστε δυνατοί. Ευχαριστούμε πολύ για τη κουβέντα και το ενδιαφέρον κι ευχόμαστε να σας δούμε στο live μας και στα επόμενα! Come and meet the mound! Καλή συνέχεια και σε σας.