Η ζωή δεν αποτελεί παρά ένα σύνολο αντιφατικών εννοιών, που αρμονικά αλλά κι αναπάντεχα, αλληλοσυμπληρώνονται συγκροτώντας ένα πολύμορφο μωσαϊκό. Με κοινή αφετηρία τη ζωή και κατάληξη τον θάνατο, οι Dead Brothers, κάπου στο ενδιάμεσο αυτής της διαδρομής, εξυμνούν με τον δικό τους ανορθόδοξο αλλά και άκρως γκροτέσκ τρόπο “το τέλος”, που σύμφωνα με τους ιδίους δεν αποτελεί παρά μια νέα αρχή…
Aνταπόκριση: Μαρίλη Κουλολιά / Φωτογραφίες: Lina Koshka (περισσότερες εδώ)
Την έναρξη της συναυλίας ανέλαβε ο Mickey Pantelous με το προσωπικό του project, που φέρει τον τίτλο “Dr.Albert Flipout’s Οne Can Band”. Γεμάτος όρεξη και όντας ιδιαίτερα ομιλητικός, μας “περπάτησε” σε γκρουβάτα blues μονοπάτια, αποδεικνύοντας ότι ένας άνθρωπος είναι αρκετός ώστε να γεμίσει η σκηνή. Φυσικά τον σημαντικό τους –συμβολικό- ρόλο διαδραμάτισαν τόσο η Jess, η άκρως ερωτεύσιμη νεκροκεφαλή που ήταν τοποθετημένη στα πιατίνια του drumset, όσο και η κονσέρβα aka η περσόνα πίσω απ’το can band κόνσεπτ, που ήταν δεμένη στο πόδι του. Ακούσαμε κομμάτια όπως τα “Can’t Find My Pills”, “One Can Band” και “Then I Shot Myself” μεταξύ άλλων. Με ήχο τεχνικά αρτιότατο, εύστοχο στήσιμο και εμφανή άνεση επί σκηνής κατόρθωσε να φέρει σε πέρας ένα απολαυστικό προκαταρκτικό set.
Σειρά είχαν οι Thee Holy Strangers, η παρουσία που ενώ είχε λαμπρές προοπτικές προς την ανάδειξη του ήχου της συνάντησε κάποιες δυσκολίες στην πραγμάτωση αυτού, κυρίως λόγω κάποιων τεχνικών προβλημάτων. Η έναρξη του set τους ανέβασε σημαντικά τις προσδοκίες για τη συνέχεια. Οι βαθιές κι αισθαντικές soul δεύτερες φωνές λειτουργούσαν άψογα συμπληρωματικά στον κύριο swamp κορμό, στην πορεία, ωστόσο, η λάθος διαχείριση του ήχου συνείσφερε στο δοθεί ένα πιο χαοτικό κι ενίοτε -δυστυχώς- κουραστικό αποτέλεσμα. Το ταλέντο του επταμελούς σχήματος δεν αμφισβητείται, αλλά η εν λόγω βραδιά σίγουρα δεν αποδείχθηκε κολακευτική.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα έκαναν την εμφάνιση τους οι The Dead Brothers, με μια εισαγωγή που περισσότερο παρέπεμψε σε θεατρική παράσταση, “ποδοπατώντας” τυπικά του συναυλιακού status quo, μας ενέταξαν στους θανατερούς ρυθμούς τους. Δύο μέλη του συγκροτήματος εμφανίστηκαν απρόσμενα στο πίσω μέρος του συναυλιακού χώρου, στο μπαρ, και υπό τους υποτονικούς αλλά σταθερά αυξανόμενους σε ένταση και ταχύτητα ρυθμούς του βιολιού κινήθηκαν προς τη σκηνή, όπου ο ιθύνων νους της μπάντας, Alain Croubalian, είχε λάβει θέση. Η “επάνοδός” τους σήμανε και την έναρξη του σκοτεινού πανζουρλισμού. Το concept όλο και περισσότερο παρέπεμπε σε αναπαράσταση θανατικών ιεροτελεστιών από θίασο τσιγγάνων, με τη θετική πάντα έννοια.
Η ατμόσφαιρα καθ’όλη τη διάρκεια της συναυλίας παρέμεινε υποβλητική. Ο Alain ως “παραμυθάς”, ή ακόμη καλύτερα- ως παντογνώστης αφηγητής, φρόντιζε να ενημερώνει τους θεατές τόσο για την εξέλιξη όσο και για το περιεχόμενο της πλοκής. Ειρωνεία και σαρκασμός εμπλέκονταν περίτεχνα με ζητήματα θανατικά κι έτσι δινόταν η εντύπωση ενός ακομπλεξάριστου παιχνιδίσματος με την ιδέα του αγνώστου. Η λήξη του πρώτου κεφαλαίου πραγματοποιήθηκε μετά από -σαρκαστική- επισήμανση του Alain: «Και τώρα ολοκληρώθηκε το χαρούμενο κομμάτι, καιρός να προχωρήσουμε στα πιο λυπηρά».
Η δεύτερη πράξη ακολούθησε τους ίδιους δραματικούς ρυθμούς. Οι στολές, ο μυστικισμός, οι στιλιζαρισμένοι χαρακτήρες και οι παραστατικές αφηγήσεις αποτέλεσαν παράγοντες που συνέβαλαν στη διατήρηση του ζωντανού ενδιαφέροντος. Εν συνεχεία, ακούσαμε και το “The Dead Brother’s Song” ή αλλιώς το “Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού”, το μυθικό-μετεμφυλιακό αλληγορικό παραμύθι του Μίκη Θεοδωράκη.
H συναυλία βασίστηκε σε μια “κυκλική δομή” με το συγκρότημα να καταλήγει εκεί απ’όπου ξεκίνησε. Ίσως αυτό να αποτελεί και υπαινιγμό για τον κύκλο γέννησης-ζωής-θανάτου, με τις λοιπές εκτελέσεις κατά τη διάρκεια του κυρίως set να αποτελούν αναφορά στις υπαρξιακές αγωνίες και τον θρήνο που κατά καιρούς συνεπάγεται η ζωή – ίσως και να υπεραναλύω. Όπως και να έχει, στο τέλος του “κύκλου” (a.k.a στο μπαρ) το κοινό κλήθηκε να συμμετάσχει, σ’ένα μαζικό ξέσπασμα που αποσκοπούσε στον εξαγνισμό των ψυχών μας -από τα προσωπικά μας δαιμόνια- υπό τους ρυθμούς του “Mary Don’t You Weep”.
Στο σύνολό της, κάνουμε λόγο για μια συναυλία που απαιτούσε να βρίσκεσαι “παρών” στα επί σκηνής δρώμενα. Η αντίληψη και η παρατήρηση –ενεργητική κι όχι παθητική παρατήρηση- αποτελούσαν προαπαιτούμενα χαρακτηριστικά του θεατή προκειμένου να απολαύσει τη συναυλία. Ίσως η μακρά διάρκειά της να κούρασε κατά σημεία, ωστόσο δεν έπαψε να αποτελεί μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, και σίγουρα διαφορετική, συναυλία.