Εάν ο κόσμος ανήκε κάπου, σίγουρα θα ανήκε σε εκείνους που με μέσω της εσωτερικής δύναμης που αποπνέουν τα φωνητικά τους, καταφέρνουν να μαγνητίσουν, να μας λύσουν από τα κατάρτια και να παραδοθούμε σε εκείνα τα μελωδικά πονήματα που γοητεύουν, μαγεύουν εξασθενούν την λογική κρίση και την επιθυμία να φτάσουμε σε μια νοητή Ιθάκη. Η ανακοίνωση πως το βράδυ της Πέμπτης, θα μοιραστούν το stage του six d.o.g.s. τρεις καλλιτεχνικές ενότητες, ανεξέλεγκτες, μη προσβάσιμες στην οποιασδήποτε φιλοσοφία που χρησιμοποιούν, έτσι ώστε η αρτιότητα να φαντάζει μια έννοια τόσο ανίσχυρη μπροστά στην απόδοση τους ξεχωριστά αλλά στο σύνολο.
Ο λόγος, λοιπόν, για τους παλιούς γνώριμους The BuzzDealers, όπου κάθε φορά χορεύω στους ρυθμούς της rock n roll νοοτροπίας τους σαν έφηβη των 50’s, για τους ανερχόμενους Ciggy Kiss που ένιωσα πως μια fairydust περιέλουσε τα μαλλιά μου, δημιουργώντας εκλεπτυσμένες glam εικόνες που ορισμένες φορές παρέπεμπαν σε πιο pop artistic elements και τέλος ο λόγος στην απόλυτη φυσιογνωμία, που καθήλωσε όχι μόνο με την ωριμότητα των φωνητικών, αλλά και με την άκρως μελετημένη προσέγγιση των επιρροών του, Rami Winston.
Ανταπόκριση: Έφη Καραμουσάλη / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (περισσότερες εδώ)
Ο δείκτης του ρολογιού έδειχνε περίπου 21:00 όταν έφθασα σε μια αρκετά οικεία τοποθεσία, στο six d.o.g.s., όπου για μια ακόμη φορά ο εξωτερικός του χώρος θύμιζε εργοτάξιο. Όταν το venue «χαράχτηκε» στο χέρι μου, επέλεξα να μείνω στο εσωτερικό του παρατηρώντας με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο την σταδιακή άφιξη των θαμώνων, η όποια αυξάνονταν με σταθερούς ρυθμούς, αλλά και την οποιαδήποτε διάθεση των καλλιτεχνών. Η ευθύνη προθέρμανσης ανήκε στην φωνή των Soupersoul. Αυτή τη φορά όμως ο Rami Winston θα εμφανίζονταν onstage υπό την συνοδεία μόνο των κιθαριστικών του δεξιοτήτων. Έντονες folk επιρροές, συγκλονιστικό ηχόχρωμα με ώριμες εναλλαγές που πλαισίωναν τον χώρο. ο Rami Winston κάνοντας μια εξαιρετική επιλογή κομματιών, όπου τα περισσότερα από αυτά αποτελούσαν υλικό του προσωπικού του full EP, “The Unreal Session”, κατάφερε να γοητεύσει με τις βαθιά αριστοτεχνικές folk προσεγγίσεις του. Ένας καθαρά blues χαρακτήρας τόσο στο “Lilac Light”, όπου έλαμψε, αλλά και στο “Fire Libertine”, το όποιο αναζωπύρωσε όλα εκείνα τα ερεθίσματα του νότου! Εντυπωσιασμένη από την μουσική εμπειρία που μετέδωσε μέσα από τον ρολό του open artist, αλλά και από τις πολύπλευρους χαρακτήρες που εναλλάσσονταν σε κάθε κομμάτι. Μετά από μίση ώρα μιας εξαιρετικής μουσικής περιπλάνησης, ο Rami Winston παραχώρησε το stage στους Ciggy Kiss.
Το six d.o.g.s. πλέον, σχεδόν γεμάτο όταν προβάλουν πέντε χαρακτηριστικές φιγούρες που δεν θυμίζουν σε τίποτα μπάντα του σήμερα. Οι Ciggy Kiss αποτελούν αυτό το είδος των μουσικών που θα τους δεις απλά μια φορά και θα εξασφαλίσουν την απόλυτη προσοχή. Υπάρχει ίσως ένα μαγνητικό vibe στην ατμόσφαιρα που ιδανικά πλέον μπορώ να πω πως τους ορίζει, καθορίζοντας τον τρόπο που θα δημιουργήσουν μη πραγματικές εικόνες μιας άλλης δεκαετίας, μιας άλλης κουλτούρας και νοοτροπίας, που διαφέρει κατά πολύ από την συνηθισμένη. Η εμφάνιση τους ανησυχητικά απαθής προς το κοινό, αλλά και απρόβλεπτη με τον frontman να κερδίζει τόσο άμεσα τις εντυπώσεις πριν καν ξεκινήσει. Για ανεξήγητους λόγους ο κόσμος απλά μετακινήθηκε όλο και πιο κοντά στη σκηνή, έχοντας μια ανάσα μακριά μας, κυριολεκτικά, μια από τις πιο αυθόρμητα artistic περσόνες που έχουμε συναντήσει τον τελευταίο καιρό. Τα 70’s πνεύματα, με glam χαρακτήρα και λίγο μελαγχολία σε ένα σκοτεινό βλέμμα που δεν κοιτά κανέναν, παρά μόνο το κενό, είναι μια αρκετά μικρή προσέγγιση. Η μπάντα αποφασίζει να παίξει ένα εξωτερικά δυναμικό κομμάτι με έντονα κιθαριστικά πλαίσια που κοσμούν καλογραμμένους στίχους. Ο λόγος για το “Dreadful Deeds”, το όποιο όχι μόνο αφύπνισε, αλλά αποτέλεσε προοικονομία για το τι θα ακολουθήσει. Αριστοτεχνικές κιθάρες εκ των οποίων η μια (Βασίλης), κατάφερε να συγκλονίσει με την ταχύτητα της, όχι μόνο έμενα αλλά και τους γύρω μου. Έπειτα ακολουθούν τα “Silverman” και “California Dream” και με έναν τόσο μοναδικό τρόπο η ατμόσφαιρα κατακλύζεται από υποσυνείδητα άνθη και χρυσόσκονες, με μια έντονη εσωστρέφεια που ερεθίζει τον ενδιαφέρον του ακροατή να μπει στα σκοτεινά μονοπάτια της μπάντας και να ταξιδέψει παρέα με τις ρομαντικές συνθέσεις τους που ουσιαστικά δίνουν σε κάθε έργο τους και τις δυο πλευρές την πνευματικής τους κουλτούρας. Ονειρευόμαστε όλα εκείνα που δεν θα ξαναέρθουν, που ζουν μια φορά και απλά χάνονται στη παλίρροια. Συναισθηματικοί προβληματισμοί και έντονες εναλλαγές εκφράσεων πλημμυρίζουν, όχι μόνο το εσωτερικό μας, αλλά και το εξωτερικό μας.
Η συνέχεια αποτελείται από το “Vicious Circles” μια μοναδική εκτέλεση σε ένα κομμάτι πρωτοπορία κατά τη γνώμη μου. Έρχεται απλά για να μας υπενθυμίσει τους φαύλους κύκλους που θα πρέπει να αποφεύγει κάθε οντότητα, με το οξύμωρο σχήμα να κυριαρχεί στην προκειμένη περίπτωση. Ίσως να είναι ο μοναδικός φαύλος κύκλος που δεν θέλω να αποφύγω, με μια έντονη επιθυμία να περιστραφώ γύρω από τον εαυτό μου και να φυλακίσω για πάντοτε αυτή την μελωδία που κατάφερε να αντιστρέψει τους ρόλους. Όλοι εμείς αποτελέσαμε έναν μαγεμένο «Οδυσσέα» και οι μουσικοί που αντικρίζαμε εκείνη την στιγμή μια μορφή σειρήνας που μάγεψε με την groova της και τον απόλυτα συγκεντρωμένο μπασίστα της, αλλά και που καθήλωσε με τις ανάσες της σε κάθε παύση του κομματιού. Βέβαια, η στιγμή όπου όλοι θα γνωρίζουν να τραγουδήσουν μαζί με τους Ciggy Kiss ήταν στο “Marcy Mars”, ένα κομμάτι με το οποίο έλαβαν συμμετοχή στο διαγωνισμό του Red FM και αποτελούν πλέον ίσως την πιο ιδιαίτερη / εκλεπτυσμένη μουσική φυσιογνωμία της τελικής τετράδας. Οι κιθάρες πρωταγωνιστούν με τα riffs να χαράζονται τόσο έντονα στο υποσυνείδητο μας, με τις British pop ψυχεδελικές / alternative επιρροές να προβάλουν αυτόφωτες σε κάθε βελούδινο γρέζι που ακούγαμε. Οι αντιθέσεις πολλές μεταξύ τους παρ’όλα αυτά κατάφεραν με έναν μοναδικό τρόπο τον απόλυτο συγχρονισμό, διατηρώντας φυσικά τα pop/rock στοιχεία τις μπάντας, τα όποια δεν χάθηκαν ανάμεσα στις ρομαντικές συνθέσεις τους. Η στιγμή που ανακοινώνεται το πρώτο cover του σχήματος, “I Wanna Be Your Dog” από Stooges και ένας μικρός πρόλογος είναι αρκετά για να μεταδώσουμε στους ίδιους τον άκρως έντονο εκστασιασμό μας. Οι πρώτες νότες ακούγονται και εμείς φανταζόμαστε πως πλαισιώνουμε πέντε αληθινούς rock stars στα 70’s σε κάποιο underground stage του Λονδίνου. Με το απαραίτητο punk attitude και τα αισθαντικά φωνητικά, βιώνουμε την αφήγηση φράσεων όπως “Now we’re gonna be face to face”. Το τέλος αυτής της performance θα σηματοδοτηθεί με το “Irish Coffee”, ένα κομμάτι που μαζί με την έναρξη της μπάντας θα αποτελέσουν την απόλυτη αντίθεση. Μέσα από αυτό το κομμάτι παρατηρήθηκε πως οι Ciggy Kiss είναι οντότητες οι όποιες νήχονται στο δικό τους ωκεανό, σε έναν ωκεανό απέραντης πνευματικής καλλιέργειας μέσα από την μουσική που επινοούν ολομόναχοι. Κατάφεραν, κάθε θαμώνας να επινοήσει την δική του ιστορία και να ταυτιστεί ταξιδεύοντας στον χρόνο, με ταξίδεψαν σε προορισμούς του χθες, του σήμερα και του αύριο, σε προορισμούς που ποτέ δεν θα μάθω τον λόγο που βρέθηκα εκεί, αλλά και το λόγο που έφυγα. Μισή ώρα μετά συνειδητοποιούμε πως μια μαζική ηχητική «επίθεση» από δεξιοτέχνες μουσικούς, παθιασμένους και συνειδητοποιημένους για την κάθε νότα που έπαιζαν, τέλειωσε.
Τελευταίοι στη σκηνή του six d.o.g.s., ανεβαίνουν οι BuzzDealers. Αρκετά πλέον συνειδητοποιημένοι όσον αφορά την μουσική κατεύθυνση που τους εκφράζει, αποτελούν μια εξαιρετική περίπτωση ανθρώπων με τον ορό την συνοχής να απορρέει όχι μόνο στην αριστοτεχνικά δομημένη playlist τους, αλλά και σκηνική παρουσία τους. Το βράδυ της Πέμπτης ένιωσα κάπου αόρατα την παρουσία του Bill Hale – ήταν σαν να είναι ανάμεσα μας και να χορεύει στους ρυθμούς του “Fun About Me ”και “Who’s Gonna Save My Roll”. Άψογα φωνητικά, συνειδητοποιημένες ψυχεδελικές ρυθμικές κιθάρες, και συγχρονισμένα τύμπανα, προσέφεραν την τέχνη του green bullet με τον καλύτερο τρόπο που θα μπορούσαν. Γενναιόδωρες δόσεις rock n roll μουσικών ευρημάτων, αλλά και εκφραστικά ώριμα φωνητικά, που ξεγέλασαν ίσως ένα μικρό παροδικό πρόβλημα με τον ήχο. Η συνέχεια μας επιφύλασσε τα “Sling” και “So Divine” με τη φαντασία και τη μοναδικότητα κάθε κομματιού να είναι ένα έργο τέχνης που περιέχει συναίσθημα, ψυχή και διαφοροποίηση. Ολοκληρωμένες ηχητικές περιπτύξεις που φάνταζαν εκείνη τη στιγμή ιδανικές όχι μόνο να αισθανθούμε τον ερωτισμό, αλλά και την εξωστρέφεια κάθε συγχορδίας. Με το “Down In the Bottom” του Howlin Wolf μαζί με “See See Rider” από Animals, έρχονται για να μας παρουσιάσουν το cover έκπληξη που υποσχεθήκαν στην συνέντευξη που κάναμε! Διαφορετική προσέγγιση, πιο σύγχρονη με ουσιαστικές αλλαγές που δεν αλλοίωσαν, αλλά έδωσαν μια προσωπική αριστοτεχνική σημασία στη rock n rolll επιρροή που ασκούν. Μαγική ατμόσφαιρα με τους μουσικούς να μην μπορούν να προδώσουν καμία σύνθεση, εκτελούν ακριβώς χωρίς λάθη, μια μπάντα που κατάφερε να αντιστρέψει όλο το κλίμα και να το φέρει στα μετρά της. Μουσική που δεν την κατασκευάζει καμία μηχανή, παρά μόνο ο ανθρώπινος νους σε συνδυασμό με την εσωτερική του αναζήτηση και τα βιώματα! Οι BuzzDealers θα αποφασίσουν να ρίξουν την αυλαία με το “Sex Me Up” και “Like an Old Song” υπενθυμίζοντας για μια ακόμη φορά πως η ελληνική σκηνή αποτελείται από εξαιρετικές μπάντες που κάνουν την διάφορα ανάμεσα σε άλλες. Η αλήθεια είναι ότι από το set, έλειψε αισθητά το άκουσμα της έναρξης του “Ambiguous Talk”, χωρίς βεβαία να αποτελεί τόσο σημαντικό κριτήριο έτσι ώστε να αποχωρήσω απογοητευμένη. Αυτές οι οντότητες μου αποδεικνύουν κάθε φορά πως αξίζει η παραμικρή ευκαιρία που έχουν πάρει, καθώς φρόντισαν να αξιοποιήσουν κάθε ίχνος δημιουργικότητας.
Ίσως άλλο ένα ταξίδι να ολοκληρώθηκε, δεν μπορώ να αντιληφθώ αν τελικά είχε σημασία ο προορισμός ή η διαδικασία να φθάσω ως εκεί. Γνωρίζω όμως ότι μπορώ να αντιληφθώ την μεγαλοπρέπεια της δημιουργίας όλως αυτών των μουσικών που άκουσα και είδα. Είναι αρκετά σημαντικό να μπορείς να διακρίνεις αυθεντικές μουσικές μορφές, να τις παρατηρείς, να τις παρακολουθείς καθ’ όλη τη διάρκεια. Μου αφύπνισαν τρόπους έκφρασης που ίσως να είχαν καταλαγιάσει, καθώς είναι σπάνιο να έρχεσαι αντιμέτωπος με καλλιτεχνικές υπάρξεις όπου η τέχνη τους στα μάτια σου φαντάζει μοναδική. Και σαφέστατα δεν εννοώ μόνο το αποτέλεσμα, μόνο τα κομμάτια που παρουσιάζουν. Τέχνη μπορεί να αποτελέσει μια εικόνα που ίσως να δείχνει απλή, αλλά να πραγματεύεται με διαφορετικό τρόπο, ικανή να σε ώθηση να ασχοληθείς τόσο πολύ μαζί της σε μη κατανοητά πλαίσια, που προβληματίζουν και παράγουν την ελπίδα πως εάν τους ανήκε ο κόσμος, θα διαφοροποιούνταν όλα. Εύχομαι οι δρόμοι να ξανασυναντηθούν και να ξανά βιώσω την μουσική πραγματικότητα στην οποία ζουν και αμφιταλαντεύονται συνεχώς.
Most impressive songs:
Rami Winston – “Lilac Light’
Ciggy Kiss – “Vicious Circles”
The BuzzDealers – “So Divine”