Μετά από το 2016 όπου κυκλοφόρησαν το “The Seeds Vol.II”, οι Stoned Jesus επανήλθαν δισκογραφικά με το “Pilgrims”, ένα album το οποίο είχε παρουσιαστεί εν μέρει στην χώρα μας μέσα από τις live εμφανίσεις της μπάντας στο Los Almiros Festival και στην κοινή συναυλία τους ως headliners με τους Samsara Blues Experiment, η οποία ήταν αναμενόμενα καταπληκτική. Το ελληνικό κοινό συνηθίζει να έχει αδυναμία στους καλλιτέχνες που καταθέτουν κάθε σπιθαμή της ψυχής τους πάνω στη σκηνή. Το μουσικό τρίο από το Κίεβο της Ουκρανίας δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση με αποτέλεσμα να περιμένουμε με ανυπομονησία την νέα τους δισκογραφική δουλειά.
Σε γενικές γραμμές, το “Pilgrims” είναι ένας πολύ αξιόλογος δίσκος με περισσότερα heavy στοιχεία από τον προηγούμενο δίσκο της μπάντας ωστόσο δεν δίνει πάτημα για να πούμε ότι αποτελεί την υπέρβαση που ψάχνουμε σε αυτούς από το 2012, (έτος που κυκλοφόρησαν το μυθικό “Seven Thunders Roar”). Ας μιλήσουμε όμως για το album αυτό, αναλυτικότερα.
Ο δίσκος αρχίζει με κάποια πολύ ωραία κι απόκοσμα εφέ, γεγονός που συμβαίνει στα περισσότερα albums του συγκροτήματος και τα οποία αποτελούν την εισαγωγή για το πρώτο κομμάτι εν ονόματι “Excited”. Πολύ ωραίες κιθάρες από τον Igor Sidorenko, όπως πάντα με ταιριαστές, μελωδικότατες και ταυτόχρονα δυναμικές αρμονίες οι οποίες όμως δεν μας δίνουν κάτι ιδιαίτερο όσον αφορά την πρωτοτυπία της σύνθεσης και της μελωδίας. Το post rock στοιχείο φέρει φαρδιά πλατιά την υπογραφή του σε αυτό το κομμάτι, οπότε θα πω ότι μου άρεσε ως λάτρης αυτού του είδους. Επόμενη στάση στον δίσκο, “Thessalia”. Το κομμάτι με τίτλο την ονομασία του γνωστού γεωγραφικού διαμερίσματος της Ελλάδας είναι το λεγόμενο hit του δίσκου δεδομένου ότι έχει ακουστεί ήδη live στην χώρα μας κι αποτελεί το μικρότερο και δυναμικότερο τραγούδι του άλμπουμ. Η μπασογραμμή του Sergii Sliusar, με την οποία αρχίζει το κομμάτι και στην οποία βασίζεται το βασικό riff, είναι πολύ groovy με εύκολη αφομοιώσιμη από τον ακροατή ώστε να την αναγνωρίσει αμέσως όταν την ακούσει σε μια τυχαία στιγμή και να αρχίσει να χτυπιέται. Δεν μπορώ, βέβαια να παραλείψω ότι το κομμάτι είναι μεν δυναμικότατο, αλλά στα ρεφρέν συμβαίνει ένας συνδυασμός φωνητικών, ρυθμού και ήχου κιθάρας που μου θυμίζει πιο πολύ heavy Green Day παρά το heavy stoner με post στοιχεία των Stoned Jesus. Στη συνέχεια, ακολουθεί το “Distant Light”, όπου ξεκάθαρα, κατ’ εμέ, χωρίζεται σε δύο διαφορετικά κομμάτια που για κάποιον ανεξήγητο λόγο έγιναν ένα. Το πρώτο μέρος είναι μια πολύ σκληρή doom stoner μελωδία που πραγματικά την βρίσκω συγκλονιστική καθώς περιέχει απίστευτα drums από τον Dimitry Zinchenko καθώς και ένα αριστοτεχνικό τεχνικά riff με αρμονικές αλυσίδες, γεμάτες αλλοιώσεις, τόσο σε μουσικό όσο και σε ηχητικό επίπεδο. Κι αντί, λοιπόν να ακούσουμε μια κομματάρα, ιδανική για headbanging μέχρι τελικής πτώσης, ακούμε μια σχετικά χαλαρή κι ambient εκδοχή του riff της αρχής με κάτι μη ιδιαίτερο στα φωνητικά κι απλά το μπάσο να δίνει για άλλη μια φορά την λύση με τις πειραγμένες μελωδίες του και με τα καταπληκτικά εφέ του που δείχνουν ότι ο Sliusar έχει ποντάρει πάρα πολλά στο να διαμορφώσει έναν σχετικά προσωπικό ήχο, που θα σηματοδοτεί εν μέρει και την μπάντα. Το “Distant Light” τελειώνει με μια κορώνα του Sidorenko και ξαναμπαίνει το πρώτο μέρος για να μας αφήσει μια γλυκόπικρη γεύση για το κομμάτι και την ανάμνηση του κιθαρίστα και του μπασίστα να παίζουν με τα πετάλια τους, ώστε να βγάλουν αυτό που λέω εγώ, διαστημικές σειρήνες.
Στο τέταρτο κομμάτι του δίσκου με τίτλο “Feel”, οι Stoned Jesus έχουν κάνει την καλύτερη δουλειά στο σύνολο των επτά κομματιών διότι έχουν πετύχει μια τέλεια συνοχή μεταξύ του ορχηστρικού μέρους και του φωνητικού μέρους. Συνεχώς, με κάποιον ανεξήγητο τρόπο, λείπει από τα λοιπά άσματα του “Pilgrims”. To τραγούδι αυτό αποτελεί μια δυναμική Post ροκιά που δεν μπλέκεται με άλλα είδη, κι αυτή η αυθεντικότητα με κάνει να το εκτιμώ πολύ ενώ στο τέλος μπαίνει ένα πολύ groovy και δυναμικό riff με αρκετό fuzz που σε εναλλαγή με την σχεδόν clean κιθάρα, σε αφήνει γεμάτο. Ακολουθεί το “Hands Resist Him” που περιέχει τα ωραιότερα φωνητικά του δίσκου κι ας είναι τα πιο απλά ενώ τα drums έχουν ορισμένες αλλαγές ρυθμού και δυναμικής που προσδίδουν μια σκληρή αίγλη στο κομμάτι, η οποία συγκλίνει προς το progressive. Γενικά, η κιθάρα κυμαίνεται σε ένα πολύ καλό επίπεδο τεχνικά, όπως σε όλα τα κομμάτια του δίσκου κι η ποικιλία ήχων κι εφέ σου κεντρίζει λίγο την προσοχή ώστε να κάνεις backward κάποια κιθαριστικά μέρη για να τα ξανακούσεις.
Στη συνέχεια, το “Hands Resist Him” διαδέχεται το “Water me”, το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του δίσκου και το πιο ανούσιο σε όλα τα επίπεδα. Σε μουσικό επίπεδο, καμία απολύτως εναλλαγή μελωδίας παρά μόνο πολύ παιγμένες αλλαγές τόνου, σε τεχνικό επίπεδο, τίποτα καινούργιο ενώ στιχουργικά διαχειρίζεται μόνο επτά διαφορετικές λέξεις (water,me,let,it,grow,know,show). Αν δεν είχε και κάποιες διακυμάνσεις στον ρυθμό κι ένα λίγο πιο δυναμικό και πρωτότυπο τέλος όσον αφορά το κομμάτι κι όχι το σύνολο του δίσκου, θα μου προκαλούσε απλά “Apathy” ή αλλιώς τον τίτλο του τελευταίου τραγουδιού αυτής της δισκογραφικής δουλειάς. Στο τέλος, αναρωτήθηκα αν ακούω την εισαγωγή του “Revolving Doors” των Deaf Radio αλλά τελικά λόγω ενός περίεργου κουδουνιστού κρουστού και του post–rock στοιχείου που είναι διάχυτο στο κομμάτι, τα ξεχώρισα κι άρχισα να αναλύω αυτό που άκουγα. Κι ήταν ένα κομμάτι κορυφαίου επιπέδου που τα είχε όλα στην εντέλεια και περιείχε, συν τοις άλλοις και στοιχεία ηλεκτρονικής μουσικής, με ένα εφέ του μπάσου που θύμιζε dark wave πλήκτρα. Αυτό το κομμάτι αξίζει να το ακούσετε σε κάθε περίπτωση.
Συμπερασματικά για την διευκόλυνση του ακροατή (κυρίως για αυτούς από το αναγνωστικό κοινό που κλέβουν και πάνε κατευθείαν στον επίλογο για να διαβάσουν την γενική κριτική), το “Pilgrims” δεν μας έδωσε τίποτα καινούργιο ούτε για την εξέλιξη των Stoned Jesus ούτε στο σύνολο. Η μπάντα κινήθηκε στην πεπατημένη των τελευταίων δίσκων της και δεν ρίσκαρε μουσικά ή στιχουργικά παρά μόνο τεχνικά όπου σίγουρα έχουν βελτιωθεί. Η παραγωγή μαζί με το mix και το mastering είναι πολύ κοντά στο να χαρακτηριστούν κορυφαία αν εξαιρεθούν κάποια fade out που έχουν ψιλοξεφύγει προς το να γίνονται λίγο πιο απότομα. Όμως, στον δίσκο υπάρχει και το “Apathy”. Αν ακολουθήσουν την οπτική και την ενέργεια αυτού του κομματιού σε όλα τα επίπεδα, θα παρουσιάσουν δισκογραφικά κάτι καινοτόμο και πολύ δυνατό που μπορεί και να τους καθιερώσει στην διεθνή stoner σκηνή . Μέχρι τότε, τα αγόρια από την Ουκρανία θα σκίζουν πάντοτε στα live, αλλά τα κομμάτια τους θα τα ακούμε μια μέρα πριν τα live τους για να μπορούμε να τραγουδάμε και κανένα κομμάτι από τους δίσκους μετά το “Seven Thunders Roar”.