Πιθανότατα και να πλανάμαι, ωστόσο μου έχει δημιουργηθεί η αίσθηση ότι η Ισλανδία είναι μια από τις χώρες που ‘γεννά’ στοιχειωτικά ιδιαίτερους καλλιτέχνες. Καλλιτέχνες που δεν κατατάσσονται σ’ένα συγκεκριμένο μουσικό είδος, δεν ‘ταμπελοποιούνται’, αλλά ασκούν την τέχνη τους αντλώντας από παντού στοιχεία και προσαρτώντας τα στον δικό τους προσωπικό ήχο. Φυσικά, από αυτή την αντισυμβατική κατηγορία μουσικών δε θα μπορούσαν να λείπουν και οι Ισλανδοι Sólstafir.
Aνταπόκριση: Μαρίλη Κουλολιά / Φωτογραφίες: Ντορίνα Τζώγιου (περισσότερες εδώ)
Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι παίζουν ατμοσφαιρική rock n’ roll. Ωστόσο, παρατηρώντας κανείς τον ήχο τους σύντομα εντοπίζει μια πληθώρα επιρροών. Επιδράσεις που ξεκινούν από τον αρχικό black metal ήχο που το σχήμα είχε υιοθετήσει κατά τα πρώτα βήματα της μουσικής του σταδιοδρομίας, τα οποία όμως έχουν μετεξελιχθεί σε ένα κράμα που περιλαμβάνει post, progressive καθώς και folκ στοιχεία. Ακριβώς αυτός ο μουσικός πλουραλισμός έχει συμβάλλει και στη διεύρυνση της βάσης των Sólstafir, αφού ο ήχος τους δεν απευθύνεται μονάχα σε λάτρεις τους σκληροπυρηνικού ήχου.
Οι Sólstafir είναι ένα συγκρότημα πολύ δυνατό. Έχουν διαμορφώσει τον ήχο τους μέσα σε βάθος χρόνου και μέσω της χημείας που τα μέλη έχουν επιτύχει μεταξύ τους, κατόρθωσαν να μας προσφέρουν μια συναυλία γεμάτη tact κι attitude. Ο Aðalbjörn Tryggvason είναι ένας από τους πιο επικοινωνιακούς και συμπαθείς frontman που έχω παρακολουθήσει live, οι παθιασμένες ερμηνείες του που πλαισιώνονταν από τον μυσταγωγικό και μυστηριακό ήχο της μουσικής τους εναλλάσονταν μετά τη λήξη κάθε κομματιού με τη ζωηρή και χιουμοριστική αλληλεπίδραση του με το κοινό, το οποίο έσπευδε να αποκριθεί στις ερωταπαντήσεις του. Τις εντυπώσεις έκλεψε και ο κιθαρίστας Pjúddi, με την καουμπόικη αμφίεση του, εντύπωση που ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο όταν οπλίστηκε με το banjo του προκειμένου το συγκρότημα να εκτελέσει κομμάτια από τον τελευταίο δίσκο του, “Ótta”. Κομμάτια όπως το άκρως στοιχειωτικό “Lágneætti” ερμηνεύτηκαν με μεγάλη ακρίβεια και μαεστρία, ο ήχος τους είναι σκληρός αλλά όχι τόσο μουσικά όσο συναισθηματικά, είναι ένας ήχος σίγουρα ‘εσωτερικευμένος’, που παραπέμπει στις ρίζες του συγκροτήματος, τα παγερά ισλανδικά τοπία. Την ίδια ακριβώς ένταση έφεραν και κομμάτια όπως τα “Ótta” και “Dagmál” κατά τα οποία πραγματοποιήθηκε και η χρήση του προαναφερθέντος banjo. Στη μεγαλύτερη πλειοψηφία του ο κόσμος ήταν απόλυτα προσηλωμένος, παρακολουθώντας αποσβολωμένος όσα λάμβαναν χώρα επί της σηνής.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το συγκρότημα τιμά τη μητρική του γλώσσα με το στιχουργικό έργο του να είναι ως προς το πλείστον ισλανδικό. Σε άλλες περιπτώσεις μια τέτοια επιλογή θα μπορούσε να αποβεί μοιραία, αφού η ανικανότητα κατανόησης των στίχων θα μπορούσε να δημιουργήσει αμηχανία στους ακροατές , στην προκειμένη περίπτωση ωστόσο συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η ένταση της μουσικής είναι τέτοια, όπου δημιουργεί θυελλώδεις ψυχικές αντιδράσεις στον ακροατή, η ταύτιση με τη μουσική πραγματοποιείται σε ένα διαφορετικό ασυνείδητο επίπεδο (aka λαμβάνεις το μήνυμα, χωρίς να χρειάζεται να το επεξεργαστείς). Το live έκλεισε με το μοναδικό αγγλόφωνο κομμάτι “Godess Of The Ages”, ενώ encore δεν πραγματοποιήθηκε, όπως μας είχε αναγγείλει προηγουμένως το συγκρότημα . Μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις (“We will come back again in 20 years, no 19, maybe 18?… ok, we’ll come back in one month!”), οι Sólstafir άφησαν να εννοηθεί ότι θα ξαναεπισκεφτούν την χώρα μας – στο κοντινό ή και μακρινό μέλλον. Οι εντυπώσεις που άφησε το live ήταν σίγουρα οι καλύτερες, αποδεδειγμένα από τις συζητήσεις του περιγύρου (που κρυφάκουγα).