Πηγαίνοντας προς το Temple το βράδυ της Κυριακής, δε νομίζω ότι κανείς περίμενε το μνημειώδες – ναι, μνημειώδες! – show που θα ακολουθούσε. Ακόμα και όσοι δεν βλέπαμε τους Skyclad πρώτη φορά, δε νομίζω ότι ήμασταν έτοιμοι για όσα γίνανε.
Ανταπόκριση: Μανώλης Ροδοκανάκης / Φωτογραφίες: Σπύρος Φατούρος (περισσότερες εδώ)
Κακώς, βέβαια, καθώς η βραδιά ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις! Οι Dreamrites αποδείχτηκαν ο καλύτερος δυνατός οιωνός, καθώς το heavy metal τους είναι καθαρό και ατόφιο, οι ίδιοι έχουν τρομερή σιγουριά πάνω στη σκηνή, η φωνή είναι εντυπωσιακή, οι κιθάρες συνδιαλέγονται άψογα, το μπάσο έχει ουσιαστικό ρόλο και τα τύμπανα είναι ασταμάτητα. Δεν τους είχα ξαναδεί, αλλά μετά από αυτήν την εμφάνιση δε μου έκανε καμία εντύπωση, που στάθηκαν τόσο επάξια δίπλα στους Skyclad σε αυτό το μικρό ελληνικό tour. Τελικά, χρειαζόμαστε μπάντες σαν τους Dreamrites. Μπάντες που χωρίς περιττές φανφάρες αποδίδουν ένα heavy metal, σχεδόν θετικό στην διάθεση που σου αφήνει, χωρίς με αυτό να εννοώ γυαλισμένο ή κάτι τέτοιο. Μπορεί να είναι που οι ίδιοι δε σταμάτησαν στιγμή να χαμογελάνε, μπορεί να είναι αυτό το παλιομοδίτικο που έχουν, μπορεί να είναι η άνεση τους καθ’όλη τη διάρκεια του set… Το μόνο σίγουρο είναι ότι στο τέλος ο κόσμος είχε πάρει μπρος για τα καλά. Αν και ακόμα δεν ξέρω αν είχαμε καταλάβει τι θα ακολουθούσε.
Γιατί οι Skyclad είναι από αυτά τα πράγματα, που είναι πολύ άχαρο να προσπαθήσεις να περιγράψεις, κυρίως όταν ξέρεις ότι αυτός που ήταν εκεί ποσώς θα ενδιαφερθεί για τις μπούρδες σου και αυτός που δεν ήταν, το καλύτερο, που έχει να κάνει, είναι να έρθει την επόμενη φορά. Που φαντάζομαι δε θα είναι την επόμενη βδομάδα, όπως μας έταξε ο Kevin Ridley, αλλά μάλλον δε θα αργήσει και πάρα πολύ. Γιατί πλέον η σχέση των Άγγλων με το ελληνικό κοινό είναι βαθιά βιωματική κι έτσι είμαι σίγουρος ότι δε θα αργήσουν να ξανάρθουν.
Στα πιο τυπικά μιας live ανταπόκρισης, ο ήχος ήταν εξαιρετικός από την αρχή, ο Ridley θέλει λίγο ζέσταμα για να πιάσει το φουλ της απόδοσης του – μπαίνουν κι αυτοί οι αθεόφοβοι με “Earth Mother, the Sun and the Furious Host”, ζόρικο κομμάτι στη φωνή – ο Graeme English, στο μπάσο, είναι ένας μικρός θεός, η Georgina και το βιολί της παραμένουν η folk ψυχή της μπάντας, ενώ το κιθαριστικό δίδυμο, με την επιστροφή του Dave Pugh από το ’15, αλλά και την παρουσία φέτος του τεράστιου Steve Ramsey, είναι μια old-school ονείρωξη. Το τεράστιο playlist ήταν βγαλμένο πραγματικά από όνειρο, με μόνο τέσσερα από τα δεκατρία album τους να μην εκπροσωπούνται, με δύο encore, με “Cardboard City”, με έναν κόσμο σε παραλήρημα, με απίστευτη επικοινωνία μεταξύ κοινού και μπάντας, με αδιανόητο πανζουρλισμό σε “Penny Dreadful” και “Inequality Street” και με τόσο μα τόσο καλή διάθεση εκατέρωθεν, που ό,τι και να γράψω δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μπορέσω να μεταφέρω την πραγματικά μαγική ατμόσφαιρα της Κυριακής.
Κι αυτό γιατί οι Skyclad είναι μια πραγματικά ιδιαίτερη μπάντα και αυτό σημαίνει ότι εκφράσεις τύπου «καλό live» και «καλή απόδοση» και «συμμετοχή κόσμου» και λοιπά είναι πολύ πολύ λίγες για να περιγράψεις μια συναυλία τους. Με έναν περίεργο τρόπο, μπορείς να τους συγκρίνεις με μπάντες όπως οι Saxon, ή οι Sodom. Με μπάντες που έχουν γίνει σημαίες, με άλλα λόγια. Με μπάντες τόσο απλές και ανεπιτήδευτες και συνάμα τόσο ουσιαστικές με τον τρόπο τους, που γίνονται κομμάτι της ζωής σου. Κι έρχεται μετά το live κι ενώ πας εσύ για να δεις μια συναυλία, καταλήγεις σα χαζός να ουρλιάζεις στίχους, να αγκαλιάζεσαι με αγνώστους, να συγκινείσαι, να κοπανιέσαι, να νιώθεις ότι πήγες να δεις παλιούς φίλους. Κι άντε μετά να το πεις, που θα σε πούνε και γραφικό! Αλλά δεν πειράζει. Το βράδυ της Κυριακής θα μας συντροφεύει για πολύ καιρό. Και δεν έχουμε και πολλές τέτοιες μπάντες, οπότε μόνο περηφάνια σύντροφοι.