Παρακολουθώντας κανείς το Sight Unseen, το project που ο Lee Ranaldo οργάνωσε με τη μακροχρόνιο συνεργάτιδα και σύζυγό του Leah Singer, αναθεωρεί την ύπαρξη περιθωρίων μέσω των οποίων ενδείκνυται η παρουσίαση των διαφόρων μουσικών συνθέσεων. Η μουσική, σαν ευρύτερη έννοια που εμπεριέχει τον γλυκό ή κι εκκωφαντικό ήχο, μετατρέπεται σε μια βιώσιμη εμπειρία. Ξεφεύγει από τη στερεοτυπική εύφρανση που παρέχει το άκουσμα μιας ευχάριστης μελωδίας και προσλαμβάνει μια διαφορετική υφή που αντηχεί στον ψυχικό σου κόσμο, πυροδοτώντας τη φαντασία σου, δίνοντας σου τη δυνατότητα να της προσδώσεις τη δική σου ουσία, να διαμορφώσεις τις δικές σου εικόνες και να τη νοηματοδοτήσεις με τον πιο προσωπικό τρόπο. Πολλές φορές, η απουσία στίχων ή ακόμα και η απουσία κάποιας συγκεκριμένης μελωδίας, υπό τις σωστές συνθήκες, αποδεικνύεται απελευθερωτική, αφού παύει να αποτελεί μια μονοδιάστατη, ολοκληρωμένη δουλειά και καθίσταται τόσο ποικιλόμορφη όσο και το κοινό που την απολαμβάνει.
Ανταπόκριση: Μαρίλη Κουλολιά / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (περισσότερες εδώ)
Η προσέλευση του κόσμου ήταν αρκετά χαμηλή με αποτέλεσμα η έναρξη της συναυλίας να καθυστερήσει κατά μιάμιση ώρα. Τη μουσική νύχτα ανέλαβαν να ανοίξουν οι The Callas μαζί με τις The Callasettes τους, προβάλλοντας τη δική τους πειραματική προσέγγιση προς την παρουσίαση της μουσικής. Ένα σχήμα που συνδύαζε χορό και θεατρικότητα με τις γκαραζοπάνκ μουσικές συνθέσεις του. Το συγκρότημα παρουσίασε μια ενδιαφέρουσα πρόταση, που ωστόσο δεν διεκπεραιώθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Προσωπικά, βρήκα το αποτέλεσμα από μια άποψη αποπροσανατολιστικό, δίνοντας εν μέρη την εντύπωση του “πολλή φανφάρα για το τίποτα”. Ο ήχος ήταν όμορφος, κλασικός και δοκιμασμένος, ωστόσο περιβεβλημένος από τον (ασυγχρόνιστο κατά διαστήματα που δεν θα έπρεπε να είναι) χορευτικό πανζουρλισμό σε συνδυασμό με την υπερβολική στυλιστική υπερπροσπάθεια δημιουργούσε μια αίσθηση μάταιης επιδειξιομανίας. Η θεατρικότητα κι ο χoρός και το image θα ταίριαζαν με κάποιο άλλο μουσικό είδος. Η μαγεία της γκαραζοπανκ μουσικής όμως έγγειται στο γεγονός ότι είναι άμεση και ζωντανή. Ναι, η μουσική ήταν πολύ καλή, το περίβλημα όμως στερούσε απ’την ουσία.
Δύο προτζέκτορες που προέβαλαν βίντεο και εικόνες είχαν τοποθετηθεί στους αντικριστούς τοίχους του χώρου. Εικόνες που προέρχονταν κυρίως από τη φύση ή και αστικά τοπία, τα οποία ανμειγνύονταν μεταξύ τους κι αλληλοδιαδέχονταν το ένα τ’αλλο σε αργούς ρυθμούς. Ο Lee Ranaldo εμφανίστηκε και χρησιμοποιώντας την κιθάρα με κάθε δυνατό τρόπο, πέραν του ορθολογικού, ξεκίνησε να περιφέρεται στον χώρο. Εξύψωνε την κιθάρα του, την χτυπούσε απαλά με sticks, και διένυε συνεχώς την απόσταση μεταξύ των δύο οθονών. Αν ένα συναίσθημα υπερίσχυε κατά το πρώτο μισάωρο, ήταν αυτό της απορίας. Απορία για το τι ακούω, τι βλέπω, τι πρέπει να νιώσω και τι πρέπει να κατανοήσω από όσα λαμβάνουν χώρα τριγύρω μου. Μια ευχάριστη απορία που εν συνεχεία έδωσε τη θέση της στην απόλαυση, σε ένα συναίσθημα ηρεμίας κι αυτάρκειας. Η ικανοποίηση που αισθάνεσαι όταν εγκαταλείπεις την υπερανάλυση κι απολαμβάνεις κάτι γι’αυτό που είναι. Ο ήχος δεν ακούγεται πλέον θορυβώδης, είσαι σε θέση να απολαύσεις τις διαφορετικές εντάσεις και τις μικρές λεπτομέρειες του απόκοσμου ακούσματος.
Στο επίκεντρο του χώρου βρισκόταν μια θηλιά κρεμασμένη απ’το ταβάνι. Ο Lee τη χρησιμοποιούσε. Περνούσε από τη θηλιά το λαιμό της κιθάρας, την απομάκρυνε και την απελευθέρωνε, αφήνοντάς τη να αιωρηθεί ελεύθερα στον χώρο. Ο κόσμος συμμετείχε, έδινε ώθηση στην κιθάρα διαιωνίζοντας την εναέρια παραμονή της σε κατάσταση εκκρεμούς. Μικρά παιδιά, αλλά και μεγάλοι ανέμεναν τη στιγμή που η κιθάρα θα έφτανε προς το μέρος τους, προκειμένου να συνεχιστεί μια διαδικασία πρωτόγνωρη για όλους μας. Αυτός ωστόσο, δεν ήταν ο μοναδικός τρόπος κατά τον οποίο συμμετείχε το κοινό στη συναυλία. O Lee Ranaldo, είχε δηλώσει σε σχετική συνέντευξη που αφορούσε το Sight Unseen, ότι επιθυμεί κατά την εξέλιξη του σόου να παρευρίσκονται και εγχώριοι μουσικοί, προκειμένου να προσθέτουν κι αυτoί τη δική τους, ιδιαίτερη πινελιά στον σουρεάλ καμβα του ήχου. Πιτσιρικάδες και κοπέλες με τύμπανα, καμπάνες, ντέφια και ταμπούρλα ακολουθούσαν στο χώρο τον Lee, συμμετέχοντας άμεσα σε μια διαδικασία μουσικόυ αλλοπροσαλλισμού.
Τίποτα δεν ήταν τυπικό και τίποτα δεν ήταν αναμενόμενο. Ένα project, που τσάκισε κυριολεκτικά όλα τα συναυλιακά στερεότυπα και αναθεώρησε ακόμα και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο μουσικό όργανο. Περιέργως, η όλη φάση εξελίχθηκε με τέτοια φυσικότητα, κι αυτό γιατί ο Lee Ranaldo είχε την ικανότητα να διαμορφώσει μια άκρως οικεία ατμόσφαιρά, κινητοποιώντας την συμμετοχική πρωτοβουλία του κοινού. Πιθανότατα να απογοητεύτηκαν όσοι περίμεναν μια τυπική συναυλία και δεν είχαν μελετήσει περί τίνος επρόκειτο το event. Πέραν αυτού όμως, αποκόμισαν μια νέα εμπειρία και… κάθε τι νέο για καλό.