Οι Sepultura πρέπει να είναι ο κυριότερος λόγος που η προκατάληψη για τη metal μουσική, που δεν εκπορευόταν από τις σημαίνουσες χώρες του είδους, άρχισε να κλονίζεται. Ο ιδιότυπος οριενταλισμός με τον οποίο αντιμετωπιζόταν καθετί που η καταγωγή ξέφευγε από τα κλασικά σημεία αναφοράς του δυτικού κόσμου έπρεπε να περιμένει την έλευση της βραζιλιάνικης μπάντας για να πάψει να έχει λόγο ύπαρξης. Οι δίσκοι των Sepultura δεν συγκέντρωναν τα βλέμματα εξαιτίας της εξωτικής προέλευσης τους, ούτε γινόταν επίκεντρο των συζητήσεων για λόγους που δεν είχαν να κάνουν με τη μουσική. Αυτό θα έλειπε για μια από τις σπουδαιότερες μπάντες όλων των εποχών.
Το 1996 που κυκλοφορούσε το Roots, η μπάντα είχε καταφέρει να αφήσει το στίγμα της στον ακραίο χώρο με συνεχόμενες ποιοτικές κυκλοφορίες που διατηρούσαν τους Sepultura σε σταθερή ανοδική τροχιά. Ήταν η ώρα όμως για το μεγάλο πείραμα και την ανάμειξη σε ένα καινοφανές σε σύλληψη εγχείρημα. Το groove metal που είχαν υιοθετήσει στο Chaos AD θα συναντούσε τη παραδοσιακή μουσική της χώρας, τις θεωρούμενες ως καταβολές της μπάντας, τις ρίζες της. Εντυπωσιακή σύμπτωση πως και οι συμπατριώτες Angra επιχείρησαν την ίδια χρονιά κάτι παρόμοιο με εντυπωσιακά αποτελέσματα, το Roots ακουγόταν όμως πολύ διαφορετικό αλλά εξίσου σπουδαίο.
Ίσως σήμερα η συνάντηση της metal μουσικής και των παραδοσιακών ρυθμών να ακούγεται ως κάτι κοινότοπο που έχει απεμπολήσει το προτέρημα της έκπληξης, το 1996 ήταν όμως κάτι ριζοσπαστικό που ξέφευγε από την ορθοδοξία του ακραίου ήχου και γεννούσε ένα αποτέλεσμα που έμελλε να γίνει κλασικό. Δεδομένης της προσήλωσης της μπάντας στη μελέτη της παραδοσιακής τους μουσικής που οδήγησε σε ένα ταξίδι ανακάλυψης των δεσμών ανάμεσα στο σύγχρονο ήχο και στους αρχαίους ρυθμούς ξεχασμένων από τον «πολιτισμό» φυλών, το τελικό αποτέλεσμα του Roots μόνο επιφανειακή σχέση δεν έχει με την παράδοση, την αγκαλιάζει με το metal τους με εντυπωσιακή μαεστρία.
Το μαγευτικό αμάλγαμα που προέκυψε από το nu metal (εδώ ακούγονται επιρροές από νεοσύστατο είδος αλλά δημιουργεί και καινούργιες) και τη μουσική της γενέτειρας τους είναι κάτι μοναδικό: Ακούγεται ακραίο και πειραματικό ταυτόχρονα, το νέο και το παλιό ενώνονται αξεδιάλυτα. Ο δίσκος εκπροσωπεί και τις αγωνίες της εποχής τος και ακούγεται σε μόνιμη οργισμένη διάθεση για τα κακώς κείμενα της χώρας. Το ζωντανό παρελθόν εξοβελίζεται από την τεχνολογική πρόοδο που εξορίζει πανάρχαιες φυλές από τα μέρη που ζουν, τις κλιματολογικές αλλαγές που απειλούν τις ομορφιές της χώρας μέχρι και την πολιτική κατάσταση που σημαδεύτηκε από τη μακρόχρονη στρατιωτική δικτατορία και η πτώση της δεν οδήγησε σε πολυπόθητες δημοκρατικές αλλαγές. Οργή ρομαντικών ψυχών, οι οποίες προσπαθώντας να ανακαλύψουν τις ρίζες τους προσδοκούν να βρουν νόημα σε ένα κόσμο που τους συνθλίβει.
Ο δίσκος ήταν το κύκνειο άσμα για τη συνύπαρξη των αδελφών Cavalera και της κλασικής σύνθεσης των Sepultura που θα ακολουθούσαν μια πολύ λιγότερο σπουδαία καριέρα. Ο Max με τους Soulfly αναδεικνύεται εύκολα νικητής της μεταξύ τους κόντρας. Η αποχώρηση του έτερου Cavalera μετά από λίγα χρόνια και η επανασύνδεση των δυο αδελφών φτώχυνε περισσότερο τη μουσική των σημερινών Sepultura. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί πως η κλασική περίοδος τους τελειώνει με το Roots.