Μια πολυαναμενόμενη προσπάθεια των ερεβωδών σκιών των 3 Shades of Black για την καθιέρωση του Lords of the Void, ενός φεστιβάλ αφιερωμένου στην εξύμνηση του σκότους που αναδύεται από την εσωτερική άβυσσο και το κενό της συνείδησης, πραγματοποιήθηκε το Σάββατο που μας πέρασε στο Αn Club. Η έναρξη του φεστιβάλ πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή των Σουηδών Saturnalia Temple, συνοδευόμενοι από 3 ακόμα συγκροτήματα της εγχώριας σκηνής, τους Devathorn, Spacement και Hearth.
Ανταπόκριση: Ελένη Αποστολάκου / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Το εναρκτήριο σήμα δώθηκε από τους Hearth, μια μπάντα που αναδύθηκε μέσα από την ελληνική underground σκηνή και προκάλεσε θετικές αντιδράσεις εξ αρχής. Η μουσική τους διάθεση είναι ξεκάθαρη: Μονολιθικοί doom ήχοι αναμειγμένοι με ψυχεδελικά υπνωτικά εφέ στις κιθάρες και μολυσμένα sludge φωνητικά. Έδωσαν ένα από τα καλύτερα live που έχουν στο ιστορικό τους μέχρι στιγμής, η απόδωση του ήχου ήταν καλή και υπήρχε συνοχή μεταξύ των μελών. Ο ήχος τους μας εισήγαγε ευθύς αμέσως στα σκοτεινά μονοπάτια ενός παράλληλου κόσμου και το συγκρότημα έδωσε σε όλους την εντύπωση πως πλέον αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ελληνικής μουσικής σκηνής.
Στη συνέχεια, στη σκηνή ανέβηκαν οι Spacement, ένα συγκρότημα που είναι ιδιαίτερα ενεργό συναυλιακά τον τελευταίο καιρό. Ξεκίνησαν το πρόγραμμά τους πολύ δυναμικά, παρουσιάζοντας ένα ολοκαίνουργιο κομμάτι με ξεκάθαρες black metal επιροές που πλαισίωναν τον καθιερωμένο doom ήχο τους. Ο ήχος ήταν καθαρός και οι ίδιοι τεχνικά ήταν άψογοι. Από το εναρκτήριο κιόλας κομμάτι φάνηκε πως στόχος τους ήταν να στρέψουν όλα τα βλέμματα και τα αυτιά πάνω σε αυτό που κάνουν. Στη συνέχεια βέβαια κινήθηκαν στα γνωστά doom μονοπάτια της μπάντας, με τη συνοδεία από ψυχεδελικές κιθάρες και μελωδίες που θυμίζουν τους OM, απόκοσμα πλήκτρα, σταθερά βραχνά φωνητικά που πλαισιώνουν το δαιμονισμένο ήχο τους. Συνδυάζουν τόσα πολλά στοιχεία στον ήχο τους που είναι πραγματικά ενδιαφέρον να τους παρακολουθήσει κανείς. Ωστόσο, το πρόγραμμά τους δεν τελείωσε με την ίδια δυναμική που ξεκίνησε. Προσωπικά, θα μου άρεσε το πρώτο κομμάτι να είχε ακουστεί στο τέλος ώστε να υπήρχε ξεκάθαρη κλιμάκωση στην ένταση και καλύτερη ροή μουσικά στο πρόγραμμα.
Μετά από μια μικρή παύση, η σκηνή άρχισε να “μεταμορφώνεται” για να υποδεχθεί τους Devathorn υπό τη φλόγα των κεριών και τη μυρωδιά θυμιάματος που συνέθεταν ένα κατάλληλο τελετουργικό σκηνικό. Η σκηνική παρουσία της μπάντας, πέρα από τον επαγγελματισμό των μελών στην απόδοση του κάθε κομματιού, ήταν καταλυτικός παράγοντας στη δημιουργία μιας κατανυκτικής ατμόσφαιρας. Καθοδηγούμενοι από τη Προμηθεϊκή Φλόγα, οι Devathorn μας παρουσίασαν κομμάτια από το τελευταίο τους δημιούργημα “Vritra”. Η αφοσίωση της μπάντας στην μετάδοση του μηνύματος της Εσώτερης Γνώσης ήταν εμφανής από την αρχή. Ιδιαίτερα προσεγμένες συνθέσεις και ξεκάθαρες αναφορές σε πρώιμους black metal ήχους, δυναμικά κρουστά, μανιασμένες μελωδίες στις κιθάρες, ambient τελετουγικοί ήχοι και δαιμονισμένα φωνητικά κατέκλυσαν το χώρο, με χαρακτηριστική τη δυναμική είσοδο του Acherontas V. Priest στη σκηνή. Παρά το γεγονός ότι ο ήχος δεν ήταν ο καλύτερος δυνατός, οι Devathorn έδειξαν πως είναι μια μπάντα που έχει τη δυνατότητα να σταθεί σε μεγαλύτερες σκηνές του εξωτερικού.
Η μυστικιστική ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε για να προμηνύσει την είσοδο των τριών Σουηδών μάγων Saturnalia Temple διατηρήθηκε για λίγη ώρα ώσπου η σκηνή γέμισε καπνό και οι ίδιοι, σαν αναδυόμενες σκιές εκ της άπειρης αβύσσου ξεκίνησαν το δικό τους τελετουργικό. Μέσα σε μια υπνωτική ατμόσφαιρα μας παρουσίασαν κομμάτια τόσο από το θρυλικό τους album “Aion of Drakon” όσο και από την τελευταία τους “σκοτεινή” κυκλοφορία “To the Other”. Οι μονολιθικότητα του doom ήχου τους, οι groove μελωδίες στις κιθάρες, οι απόκοσμοι ψυχεδελικοί ήχοι και τα ανατριχιαστικά φωνητικά του Tommie που άλλοτε φαίνονταν να προέρχονται από τα βάθη του χάους και άλλοτε να βγαίνουν στην επιφάνεια και να προσπαθούν να καταστρέψουν ό,τι βρίσκεται μέσα σου, έκαναν όσους βρίσκονταν στο χώρο να υποταχθούν στις δονήσεις των ήχων τους. Η σκηνική τους παρουσία ήταν επιβλητική και ήταν δύσκολο να στρέψω το βλέμα μου αλλού, ενώ υπήρξαν σημεία που ένιωσα ολοκληρωτικά υπνωτισμένη. Προσωπικά απόλαυσα την τελευταία τους κυκλοφορία “To the Other” πολύ περισσότερο από το πρώτο album και ήταν ευχάριστο να ακούω τα κομμάτια σε μια εξαιρετική πραγματικά εκτέλεση. Ο ήχος ήταν ικανοποιητικός, υπήρχε συνολικά μεγάλη ένταση και αρκετή ανταπόκριση από τον κόσμο ως το τέλος.
Στο σημείο αυτό, να σημειώσω πως από την αρχή της βραδιάς μέχρι το τέλος, η προσέλευση του κόσμου διατηρήθηκε γενικά σε ένα σταθερό επίπεδο. Το An είχε αρκετό κόσμο αλλά όχι όσο θα περίμενα. Οπότε και η ανταπόκριση του κόσμου καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας δεν ήταν αυτό που θα περίμενε κανείς. Αυτό το φαινόμενο είναι ίσως το μοναδικό μου παράπονο και δυστυχώς συμβαίνει περισσότερο από συχνά. Δεν είναι σκοπός μου να εξετάσω το “γιατί”, απλώς το παραθέτω εδώ και συμπληρώνω ότι είναι κάτι που σίγουρα αποδυναμώνει το χαρακτήρα των συναυλιακών εμπειριών του καθένα από τους παρευρίσκοντες.