Διαβάζοντας μικρός σε γνωστό metal-έντυπο για τους “θρυλικούς” Sanctuary με τα μόλις 2 albums που άφησαν ιστορία στη metal σκηνή, δε μου πέρναγε ποτέ από το μυαλό ότι κάποια στιγμή, όχι μόνο θα ήταν ξανά μαζί, αλλά ότι θα τους έβλεπα και live και θα έγραφα επώνυμα τις εντυπώσεις μου. Σημεία των καιρών…
Ανταπόκριση: Παναγιώτης Αντωνίου / Φωτογραφίες: Ντορίνα Τζώγιου (περισσότερες εδώ)
Σάββατο βράδυ στο γνωστό μέρος στη Λιοσίων, λίγος κόσμος απ’έξω και barcode scan στην πόρτα (μαγκιά, αν και μια μουρμούρα για το εισητήριο-κόλλα Α4 την άκουσα). Μέσα, παρόμοια κατάσταση με τους λίγους μέχρι εκείνη τη στιγμή να περιφέρονται στο χώρο και να τα λένε μεταξύ τους. Σιγά σιγά το σκηνικό άρχισε να αλλάζει και ο κόσμος άρχισε να γίνεται όλο και περισσότερος αν και ο εξώστης παρέμεινε κλειστός καθ’όλη τη διάρκεια του live.
Τα φώτα χαμηλώνουν και κάνουν την εμφάνισή τους οι Sacral Rage αποτελώντας εύκολα την καλύτερη επιλογή για το support σχήμα της μπάντας από το Seattle. Αρκέτα γνωστοί πλέον στο Αθηναϊκό metal κοινό με κόσμο να φοράει μπλούζες με τη στάμπα της μπάντας και να ρωτάει από που μπορεί να προμηθευτεί το τελευταίο album τους. Album το οποίο άτυπα μας παρουσίασαν εκείνο το βράδυ, γεμάτοι ενέργεια και όρεξη, έχοντας μία από τις καλύτερες φωνές αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα σε πολλά κέφια. Διασκευή σε Watchtower και για άλλη μια φορά μας έδειξαν ότι πλέον έχουν περάσει σε άλλο επίπεδο σαν μπάντα. Αν δεν τους έχετε ήδη ακουστά να είστε σίγουροι ότι αυτό θα αλλάξει λίαν συντόμως.
Με την απαραίτητη διακοπή για στήσιμο και τα συναφή, μετά από την εισαγωγή “Ad Vitam Aeternam”, ανεβαίνουν στη σκηνή οι Sanctuary. Ο ήχος στα πρώτα κομμάτια ήταν μάλλον μέτριος αλλά αυτό έφτιαξε καθώς περνούσε η ώρα. To set περιελάμβανε κομμάτια και από τις 3 δισκογραφικές δουλειές της μπάντας με τη μεγαλύτερη ανταπόκριση του κόσμου να έρχεται φυσικά για τα δύο albums, τα οποία όπως ανέφερε ο Warrel Dane τα έφτιαξαν όταν ήταν ακόμα παιδιά και πολλοί από το κοινό το ίδιο. Αν έριχνε κάποιος μια ματιά παρόλα αυτά θα έβλεπε ότι αυτό ήταν πιθανότατα λάθος γιατί κάτω από 25 δεν ήταν μάλλον κανένας. Θετικό από τη μία γιατί δεν είδα ούτε ένα κινητό να βγάζει βίντεο και selfies με φόντο τη μπάντα, αρνητικό από την άλλη γιατί η ενεργητικότητα ήταν αρκετά πεσμένη.
Το πρόσεξε και ο Warrel αυτό και μια δυό φορές ζήτησε από τον κόσμο να είναι πιο εκδηλωτικός, πράγμα στο οποίο ο ίδιος δεν υστερούσε καθόλου, καθότι ένιωθε σαν στο σπίτι του, αστειευόμενος με τα υπόλοιπα μέλη, προλογίζοντας σχεδόν όλα τα κομμάτια με τρόπο θα έλεγε κανείς ποιητικό. Φωνητικά δεν ήταν στα καλύτερα του αλλά το πάθος και η θεατρικότητα που δίνει στις ερμηνείες του αντισταθμίζουν τις πολύ ψηλές νότες που πλέον τον δυσκολεύουν λίγο. Όλοι φαίνονταν ιδιαίτερα κεφάτοι, έμοιαζαν σαν μια παρέα φίλων που έπαιζε για φίλους. Ενίοτε τα έλεγαν με το κοινό, σχολιάζοντας τα τραγούδια που ζητούσαν και συγκρίνοντας το Nevermore αυτοκόλλητο στο μπάσο του Jim Sheppard με τη μπλούζα ενός εκ των θεατών. Ο Warrel μας ευχαρίστησε από τα βάθη της “μικρής νεκρής του καρδίας” και ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την επόμενη φορά!