Μια συναυλία διαφορετκή απ’όλες τις άλλες, αποστασιοποιημένη από τις μέχρι σήμερα γνωστές φόρμες κι επικεντρωμένη στην εκλεπτισμένη και ουσιώδη έκφανση των οπτικοακουστικών τεχνών αποτέλεσε η εμφάνιση των Saint Etienne. Το live θα μπορούσε να διαχωρίστει σε ένα δίπτυχο, όπου κατά το πρώτο μέρος του έλαβε χώρα η παρουσίαση της ταινίας “How we used to live” του Paul Kelly, με το συγκρότημα να αναλαμβάνει την ζωντανή αναπαραγωγή της μουσικής επένδυσης του έργου, ενώ κατά το δεύτερο σκέλος πραγματοποιήθηκε η εκτέλεση γνωστών επιτυχιών του συγκροτήματος προς τέρψιν των λάτρεων του ηλεκτρονικού-pop ήχου των 90’s.
Ανταπόκριση: Μαρίλη Κουλολιά / Φωτογραφίες: Αθηνά Παπαγιάννη (περισσότερες εδώ)
Το “Ηow we used to live” αποτελεί ένα οπτικοακουστικό ταξίδι στους μαγευτικούς και πολυσύχναστους λονδρέζικους δρόμους. Από τα αρχικά πλάνα κιόλας δίνεται η εντύπωση ενός αναδρομικού ρομαντικού απολογισμού. Σαν το ‘ενήλικο’ πορτραίτο της πόλης να αναπολεί την ένταση και τη ζωντάνια του παρελθόντος, που μοιάζει να έχει χαθεί μέσα στη σύγχρονη, τυποποιημένη μουντίλα του παρόντος. Το παρελθόν εκ πρώτης όψης φαντάζει εξιδανικευμένο – μέχρι που στο τέλος του φίλμ αυτή η θέση αναιρείται, αφού σύντομα στον θεατή αποκαλύπτεται ένα μοιράιο (γνωστό) μυστικό.
Ένα κολλάζ βίντεο και εικόνων, προερχόμενο από τα αρχεία του BFI ανατρέχουν τον θεατή, με ξεναγό και συνοδοιπόρο στο χρόνο τον Ian Mcshane που έχει αναλάβει την αφήγηση, σε ένα ταξίδι που ξεκινά στο Λονδίνο του 1950 και καταλήγει στα χρόνια διακυβέρνησης της Θάτσερ το 1980. Σε αυτό το διάστημα παρουσιάζονται οι διάφορες μεταβολές που η πόλη υπέστη ως παραλήπτης των εκάστοτε νέων πολιτισμικών και βιομηχανικών δεδομένων.
Τον βηματισμό θέτει ο Pete Wiggs με το ρευστό soundtrack του ενσωματώνοντας lounge, library, exotica, swing, jazz , pop κι electronica επιρροές. Η μουσική δίνει ζωντάνια και παραστατικότητα στο έργο, το ‘ντύνει’ με τον πιο κομψό τρόπο και κατά μια άποψη κινητοποιεί τις εξελίξεις που παρουσιάζονται επί του πανιού, σφυριλατώντας στην ψυχή του θεατή τα επιθυμητά συναισθήματα. Πάρα τις προβαλλόμενες αναταραχές και τροποποιήσεις η πόλη προβάλλεται σαν μια ισχυρή οντότητα που τροφοδοτείται από την αλλαγή. Παρακολουθούμε την άφιξη των προσφύγων, τη μόδα των 60’s, την πρόοδο της τεχνολογίας και την έκρηξη της punk era. Οτιδήποτε νέο κι αν καταφτάσει στο Λονδίνο, αυτό το αγκαλιάζει και σύντρομα το ενσωματώνει. Το Λονδίνο βρίσκεται μονίμως σε μια διαδικασία εξέλιξης και προσάρτησης νέων στοιχείων , ενώ παράλληλα κατορθώνει να παραμένει η ίδια κι απαράλλαχτη πόλη.Ένα βίντεο συμβολικής και κυριολεκτικής σημασίας, δεν είναι τυχαίο που οι Saint Etienne επέλεξαν να το προβάλλουν στα πλαίσια της συναυλίας τους στην Ελλάδα, αφού και από ένα τραγούδι που αφιέρωσαν στην πορεία απέδειξαν πως οι πολιτικές μεταβολές που διαδραματίζονται στη χώρα μας τους έχουν ευαισθητοποιήσει. Ωστόσο, πέραν της καλλιτεχνικής και σημασιολογικής αξίας της ταινίας, πρέπει να σημειωθεί πως η προβολή της ήταν εν μέρει κουραστική αφού ο χώρος δεν ευνοουσε σε τέτοιου είδους προβολές (πιθανότατα καρέκλες θα βοηθούσαν την κατάσταση), με αποτέλεσμα στο κοινό να δημιουργηθεί μια αμηχανία.
Με τη λήξη της ταινίας, η Sarah ανακοινώνει: “Now that the arty part is over, we will start the party”. Όπως ακριβώς το συγκρότημα είχε υποσχεθεί προχώρησε στην εκτέλεση δέκα επιτυχιών, τις οποίες οι παρευρισκόμενοι με μεγάλη επιθυμία ανέμεναν. Η ατμόσφαιρά ξαφνικά φάνηκε ανέμελη, βγαλμένη από τα 90’s, με την γλυκιά φωνή της Sarah απαράλλαχτη από το χρόνο. Αφιέρωσαν στην χώρα μας το “Nothing Can Stop Us” κι έκλεισαν το set τους με το πολυαναμενόμενο “Only Love Can Break Your Heart”. Ένα live διαφορετικό απ’όλα τα υπόλοιπα, που σίγουρα όμως δεν υστερούσε σε τίποτα. Για όσους δεν ήταν προετοιμασμένοι ίσως να άφηνε την αίσθηση του ανολοκλήρωτου, ωστόσο δεν παύει να είναι μια συναυλία μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας, με ένα γλυκόπικρο κλείσιμο – δώρο από τα 90’s στη σύγχρονη εποχή.