Έχοντας μπει πλέον για τα καλά στο συναυλιακό καλοκαίρι, φτάσαμε και στην τρίτη ημέρα του Rockwave Festival η οποία αντικειμενικά ήταν για πολλά και διαφορετικά γούστα. Ηeadliners ήταν οι αγαπημένοι The Black Keys, στη επιστροφή τους στη χώρα μας και το TerraVibe μετά από 8 χρόνια και κάτι ψιλά…
Ανταπόκριση: Βασίλης Καζάνης / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (πλήρες photo report εδώ)
Γύρω στις τέσσερις και μισή κάνουν την εμφάνιση τους οι Frenzee. Μιλάμε για τρία αδέρφια που γεννήθηκαν στη Μελβούρνη αλλά μεγάλωσαν στην Κρήτη. Η Απολλωνία δεν βγήκε ποτέ από το punk ύφος και μας έδωσε ξεκάθαρο μήνυμα για το τι πρεσβεύει η μπάντα. Κομμάτια που μπαίνανε κατευθείαν στο ψητό και δεν άφηναν περιθώρια για εισαγωγές. Δυναμική αρχή σε κάθε περίπτωση, που μας ζέσταναν (κι άλλο) για τα καλά.
Τη σκυτάλη παρέλαβαν οι Speκtrvm. Η ελληνική μπάντα αδικήθηκε αρχικά από τον ήχο που μετέπειτα βελτιώθηκε. Heavy metal ήχος, δίνοντας βάση τόσο στη rhythm κιθάρα όσο και στην lead. Ανοίγοντας με το “Blood for Heaven”, μας προϊδέασαν για πολλές εναλλαγές ρυθμού πράγμα το οποίο έκαναν σχεδόν σε κάθε κομμάτι με το κοινό να μη φαίνεται ανικανοποίητο δίνοντας δυνατό χειροκρότημα.
Μετά λοιπόν από τους heavy metal ήχους, σκάει ο κουστουμαρισμένος Kishi Bashi με το βιολί του και τη μπάντα του. Experimental indie pop/rock που ομολογουμένως ήταν μεγάλη μετάβαση από τους προηγούμενους ήχους. Ιδιαίτερα κομμάτια για να πω την αλήθεια και δεν ξέρω κατά πόσο ενδιέφερε τον κόσμο ή ήταν απλά για να γεμίσει το πρόγραμμα.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει, οι μάρκες για τις πρώτες μπίρες είχαν ήδη φύγει και σειρά είχε ο Ville Valo να βγει στη σκηνή. Ο δυναμικός frontman των HIM, αντεπεξήλθε στις απαιτήσεις του live τόσο φωνητικά όσο και στη διατήρηση της ενέργειας του κόσμου. Παίζοντας το νοσταλγικό “Poison Girl” από τα πρώτα κομμάτια, καταλάβαινε κανείς ότι θα ακολουθήσουν και τραγούδια των HIM (και καλά θα έκαναν) .Ήταν φανερό πλέον ότι με τους ύμνους “Join me in Death” και “Wings of a Butterfly” το κοινό είχε ξεσηκωθεί για τα καλά. Να πούμε ότι από τα 14 τραγούδια του setlist, τα μισά ήταν των Him και είναι κατανοητό καθώς η solo καριέρα του VV έχει ξεκινήσει μόλις από το 2020. Όχι άδικα θα έλεγε κανείς αφού φαίνεται να υπάρχει ακόμα ανταπόκριση σε αυτό το ύφος που θριάμβευσε στα 00’s.
Έχοντας φτάσει στις 21.00, ήταν η ώρα των Puscifer να αναλάβουν τα ηνία. Τα καλύτερα σκηνικά μέχρι στιγμής τα οποία έδιναν όντως ένα εξωγήινο vibe και γενικότερα μια sci-fi φάση. Ο Maynard James Keenan ο οποίος είναι γνωστότερος για τα φωνητικά του στους TOOL και στους A perfect Circle, φαινόταν να απολαμβάνει αυτό το πρότζεκτ και να έχει την ευκαιρία να είναι ένας άλλος του εαυτός.
Electronic rock ακούσματα, εννοείται περίεργοι ρυθμοί που δεν μπορείς να καταλάβεις και περίεργα εφέ στις κιθάρες, επαναλαμβανόμενες φράσεις με φωνή ρομπότ, συνέθεταν κομμάτια όπως το “Postulus”, “Bullet train in Iowa” και “UPGrade”. Τα 45 λεπτά και το μειωμένο setlist ωστόσο νομίζω ότι δεν άρεσαν στο κοινό αφού θα άφηνε μία ώρα αναμονή για τους headliners.
Για καλή μας τύχη όμως, οι Black keys κάνουν την εμφάνιση τους περίπου στις 22.30, ένα τέταρτο πριν την προγραμματισμένη τους έξοδο στο stage. Συστάσεις δεν χρειάζονται ιδιαίτερα για την μπάντα από το Ohio. “I Got Mine” και “Gold on the Ceiling” στα καπάκια, είναι ένας εκρηκτικός τρόπος να ξεκινήσουν την αλληλεπίδραση με εμάς. Dan και Patrick ήταν μια χαρά κεφάτοι και φαινόταν ότι γουστάρανε αυτό που παίζανε. Ο ήχος ήταν λίγο αιχμηρός στην αρχή, αργότερα έγινε πιο φιλικός αλλά υπήρχαν κάποια σημεία που κάτι δεν γινόταν καλά. Δεν ήταν τόσο κακός όσο την προηγούμενη φορά που είχαν έρθει αλλά και πάλι τα όργανα δεν ήταν τόσο crispy όσο θα έπρεπε. Ίσως παίζει και κάποιο ρόλο το ότι ο Dan άλλαζε κιθάρα σχεδόν σε κάθε κομμάτι και δεν ξέρω κατά πόσο αυτό είναι απλό για τους ηχολήπτες.
Highlight της βραδιάς είναι σίγουρα το “Weight of love” το οποίο μας χρωστούσαν και από την εμφάνιση τους το 2015. Sing along κατάσταση που δεν ξέρω και η μπάντα κατά πόσο το περίμενε. Το αμερικανικό δίδυμο διάλεξε τραγούδια από όλα τα άλμπουμ εστιάζοντας όμως κυρίως στο Brothers το οποίο είναι και αυτό που τους εκτόξευσε σε δημοφιλία. Ο χρόνος κυλούσε απίστευτα γρήγορα και φτάνοντας στα “Little Black Submarines” και “Lonely Boy”, μας αποχαιρέτησαν με την καλύτερη πιθανή διάθεση αφήνοντας μας ενθουσιασμένους με αυτό που παρακολουθήσαμε.
Στο τέλος της ημέρας, δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν έφυγε γεμάτος από το Festival. Ωστόσο, σε μια διαπίστωση που έγινε, το line up δεν είχε και την τρομερή συνοχή μεταξύ του. Από punk σε heavy metal και μετά σε experimental indie pop/rock, μπαίνει το κοινό σε μια διαδικασία που δεν προλαβαίνει να ζεσταθεί κλιμακωτά και να φτάσει έτοιμο στον headliner. Σε κάθε περίπτωση, κλείνοντας, αγαπάμε τον χώρο στη Μαλακάσα και ελπίζουμε κάποια στιγμή να λάβει την απαραίτητη αναβάθμιση κι ας μην είναι προσβάσιμη με πολλούς τρόπους.