Oι Red με την έβδομη κατά σειρά δημιουργία τους, ένα δίσκο παραδομένο στο έρεβος του σκληρού ήχου, προσπαθούν να πετύχουν μια αναθεμελίωση της ταυτότητας τους, που παραπέμπει σε παλαιότερες δημιουργίες όπως το “Innocence and Instinct”, μια συνταγή όμως, που αντί να τους εξελίσσει ηχητικά, τους κάνει να φαίνονται για άλλη μια φορά στάσιμους και επισφαλείς απέναντι σε μια “ανανέωση”. Οι ίδιοι έχουν αποδείξει πως κάποτε τα κατάφερναν αρκετά καλά ως μια alternative heavy rock μπάντα που άλλοτε προωθούσε τα post-grunge “ξεσπάσματά της” και κάποιες στιγμές τις nu-metal, bro rock αναφορές της. Το “Declaration” λοιπόν, επιθυμεί να διεισδύσει σε αυτή τη σχετικά ανεξερεύνητη ροπή του ήχου των Red σε σχέση με άλλες, προς τις ορχηστρικές συνθέσεις, τις κραυγαλέες και ταυτόχρονα απόκοσμες φωνές οι οποίες συμπλέκονται με τη διαστρέβλωση κιθάρας και μπάσου και την καταβαράθρωση των drums. Τα δέκα κομμάτια που διατρέχουν το δίσκο, από το εναρκτήριο, βροντώδες “All For You”, τα δυναμικά “Infidel” και “Cauterize” και τα ευέξαπτα “Only Fight” και “The Evening Hate”, με μόνη εξαίρεση το σχετικά πιο συναισθηματικό και αργόσυρτο “The War We Made”, που ανά σημεία παραπέμπει σε μελωδική metal μπαλάντα, χαρακτηρίζονται από heavy, distorted riffs, είτε με στιβαρή παρουσία ανά στιγμές είτε με low-end γρατζουνίσματα και κλιμακωτές, ενορχηστρωμένες μελωδίες με την παρουσία βιολιού και cello. Παράλληλα η έμφαση του Barnes στα διαπεραστικά κι ευέξαπτα howls, που αγγίζουν κάθε επίπεδο, στη φωνητική κλίμακα, σκηνοθετεί κατάλληλα τη συνολική ατμόσφαιρα του δίσκου. Κι ενώ το αποτέλεσμα με μια πιο “ενισχυμένη” φροντίδα θα μπορούσε να φανεί αρκετά ενδιαφέρον, σε ολόκληρο το άλμπουμ διαφαίνεται ένα συγκρότημα που παλεύει να σχηματοποιήσει το δικό του χαρακτήρα, επιλέγοντας έντονους πειραματισμούς και “ριψοκίνδυνους” συνδυασμούς, μέσα από instrumental μελωδίες και κραυγαλέα φωνητικά, θέλοντας να προσδώσει αυτήν την αίσθηση του διαφορετικού.
Ωστόσο, οι Red με αυτό τους το πόνημα, δεν επιτυγχάνουν πράγματι τη διαφοροποίηση που οι ίδιοι νομίζουν, αλλά αντίθετα, καταλήγουν να αναμοχλεύουν ξεχασμένες τάσεις μιας ηχητικής κουλτούρας με πεπερασμένη αποδοχή, προσπαθώντας μάλλον να αποφύγουν το ξεθώριασμά τους μέσα στο χρόνο. Σίγουρα οι μουσικές συνθέσεις που απαρτίζουν το νέο τους αυτό πόνημα, φαντάζουν σε εκείνους αρκετά ώριμες και κατασταλαγμένες για να τις έθεσαν σε κυκλοφορία, ωστόσο το ασφαλές ηχητικό μοτίβο που οι ίδιοι έχουν εγκαθιδρύσει εδώ και χρόνια, χωρίς να θέλουν να ξεφύγουν από τα standards τους, αδυνατεί να ανέβει έστω ένα επίπεδο παραπάνω, καθώς εντοπίζουμε τις κενές στιγμές ενός άλμπουμ που δείχνει να πάσχει από μια παραπαίουσα παραγωγή και αδυναμία στο μιξάρισμα, δημιουργώντας τελικά μια νεφελώδη εντύπωση, ως προς την τελική ακουστική του εμπειρία, ειδικά στα σημεία που κυριαρχούν τα heavy riffs κιθάρας-μπάσου, στα οποία δεν έχει δοθεί η προσοχή που θα τους άρμοζε και έτσι καταλήγουν να ακούγονται σαν μια “ομιχλώδης οχλαγωγία”. Παράλληλα γεννώνται μελλοντικές προσδοκίες για ένα ενδεχόμενο εγχείρημα που θα ενσωματώνει στο σύνολό του, τις αληθείς, καλλιτεχνικές ικανότητες των Red οι οποίοι στο παρελθόν έχουν αποδείξει ότι μπορούν να καταφέρουν περισσότερα πράγματα.
Να μία μπάντα που είχα να ακούσω πολλά χρόνια και δεν γνώριζα ότι συνεχίζει ακόμα. Ο λόγος για τους Red, οι οποίοι επέστρεψαν στις 3 Απριλίου και μας παρουσίασαν την έβδομη ολοκληρωμένη τους δουλειά με όνομα, “Declaration”. Για να πω την αλήθεια έχω να ασχοληθώ μαζί τους από τον τρίτο τους δίσκο, “Until We Have Faces”, ο οποίος μου είχε αφήσει καλές εντυπώσεις. Σίγουρα καλύτερες από το απλά συμπαθητικό “Innocence & Instinct”. Πάντως, από τις τρεις πρώτες τους δουλειές το ντεμπούτο τους, “End of Silence”, είναι αυτό που ξεχωρίζει με τεράστια διαφορά. Κατά τη γνώμη μου, μαζί με το “Phobia” των Breaking Benjamin, ήταν ό,τι καλύτερο είχε να αναδείξει η alternative rock σκηνή εκείνη την χρονιά (2006).
Δεν ξέρω πως τα πήγαν στα τρία επόμενα albums τους, εγώ πάντως αυτό που ακούω στους Red του 2020 δεν με χαλάει καθόλου. Είναι ακριβώς αυτό που περίμενα να ακούσω, σύμφωνα με το πώς τους έχω στο μυαλό μου από την εποχή του Λυκείου. Και τι εννοώ με αυτό; Γλυκιές μελωδίες αλλά όχι γλυκανάλατες, “πιασάρικα” refrains που σου μένουν από την πρώτη ακρόαση και κοφτά riffs που κάνουν το κεφάλι σου να κουνιέται ασυναίσθητα. Οι κιθάρες είναι χαμηλά κουρδισμένες με αποτέλεσμα να nu metal-ίζουν επικίνδυνα και γενικά υπάρχει μια πιο groove-άτη και χύμα αντίληψη που τους ταιριάζει γάντι. Δυστυχώς όμως αυτή η προσέγγιση χάνει αρκετά στην κακή παραγωγή και το πρόχειρο μιξάρισμα.
Άλλο ένα στοιχείο τους, που το κρατάνε από τότε και δίνει ένα ιδιαίτερο touch στις συνθέσεις είναι τα ορχηστρικά μέρη που παίζουν στο background. Σκάνε την κατάλληλη στιγμή και κουμπώνουν τέλεια με τις heavy στιγμές του δίσκου. Επιπλέον, προσθέτουν δραματικότητα και μια πιο σκοτεινή ατμόσφαιρα. Πάρτε για παράδειγμα το “Sever” και θα καταλάβετε τι εννοώ. Όσον αφορά τα φωνητικά, ο Michael Barnes κάνει πολύ καλά την δουλειά του. Άλλοτε πιο συναισθηματικός και άλλοτε πιο επιθετικός, προσαρμόζεται όπως ακριβώς πρέπει στις περιστάσεις. Μπορεί να υπάρξει στιγμή που θα σκεφτείς “ντάξει μωρέ, αυτά μας τα έχουν πει και άλλοι”, αλλά θα συνεχίσεις την ακρόαση μέχρι τέλους, διότι πολύ απλά περνάει ευχάριστα η ώρα. Και αυτό έχει σημασία σε τέτοιες κυκλοφορίες. Κομμάτια όπως το “All For You” που θυμίζει τους Love & Death, το “Cauterize” με το όμορφο refrain, το “The War We Made” που νιώθεις ότι είναι ξεχασμένο από την εποχή του “End of Silence” και το “Only Fight” με τα screams αλά Chino Moreno, είναι φτιαγμένα για να τα βάζεις στο repeat και μετά το τέλος του “Declaration”. Με λίγα λόγια, οι Red δείχνουν να το “νιώθουν” ακόμα. Προσωπικά, μόνο και μόνο που σημείωσα ορισμένα κομμάτια για να ανατρέξω σε αυτά όταν θελήσω να ακούσω τίμιο alternative rock, πέτυχαν τον σκοπό τους.