Κατά μια άποψη η περσόνα του Genesis P-Orridge θα μπορούσε να θεωρηθεί ως οσταλγικό σύμβολο, αντιπροσωπευτικό της πολυπρόσωπης και πάντα αντισυμβατικής μουσικής πορείας του. Από τις κολλαζοειδείς συνθέσεις του κατά τη δεκαετία των 70’s με τους Throbbing Gristle μέχρι και τις μετέπειτα, πιο ομαλά δομημένες, δημιουργίες του με τους Psychic TV, το στοιχείο της διαφορετικότητας παρέμεινε διαχρονικό. Βέβαια, η θεωρία περί συμβόλου, δεδομένου ότι μια τέτοια έννοια αναφέρεται σε κάτι πεπερασμένο, που απαντάται στο παρελθόν, δεν στέκει, καθώς ο ίδιος, ως συνεκτικός κρίκος του σχήματος, με περίσσια ζωντάνια απέδωσε το μουσικό του υλικό, αποδεικνύοντας πως δεν αποτελεί απόηχο μιας περασμένης εποχής, αλλά παραμένει, όσο ποτέ άλλοτε, επίκαιρος.
Aνταπόκριση: Μαρίλη Κουλολιά
Τον εναρκτήριο ρόλο της συναυλία είχα επωμιστεί οι Mani Deum, με τον κόσμο να συσσωρεύεται, ακόμα, κατά διαστήματα στον συναυλιακό χώρο. Με παρουσιαστικό γοτθικό και με τρόπο υποβλητικό αλλά και λυρικό παρουσίασαν το “μολυσμένο folk n’ roll” υλικό τους. Φωνητικά βαθιά και και κιθάρες μελωδικές – και κατά διαστήματα πιο σκληρές – λάμβαναν μια πιο απόκοσμη υπόσταση υπό τις ονειρικές επιδράσεις του theremin. Στο σύνολό της κάνουμε λόγο για μια ιδιαίτερα αξιόλογη παρουσία, με αδιαμφισβήτητο μουσικό ενδιαφέρον, που δεν είχε ωστόσο άμεση υφολογική συνάφεια με όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν.
Παρά το γεγονός ότι η συναυλία πραγματοποιήθηκε βράδυ Δευτέρας, ενδιαφέρουσα αποδείχτηκε η αυξημένη προσέλευση του κόσμου, που κατέστησε, εν τέλει τον χώρο ασφυκτικά γεμάτο. Η έναρξη του set των Psychic TV πραγματοποιήθηκε υπό τους ρυθμούς του “Jump Into The Fire” με τον Genesis P-Orridge να προτρέπει τους παρευρεθέντες να συμμετάσχουν σ’ ένα “παιχνίδι”, κατά το οποίο καλούνταν, έπειτα από προτροπή του ιδίου, να κοιτάξουν ή να αγκαλιάσουν άτομα που βρίσκονταν το ευρύτερο περιβάλλον, προκειμένου να… «make each other happy». Υπό αντίστοιχους, άκρως επικοινωνιακούς κι αλληλεπιδραστικούς ρυθμούς εξελίχθηκε η συναυλία, με τον Genesis P-Orridge, να απευθύνει κατά διαστήματα τον λόγο στο κοινό, αλλά και να προλογίζει, αφηγηματικά και με έντονα σαρκαστικό κατά στιγμές ύφος τα κομμάτια που επρόκειτο να ερμηνευτούν.
Οι συνθέσεις των κομματιών τους χαρακτηρίζονται από μια έντονη ποιότητα μεταβλητότητας, συγκροτούν μια διάθεση, προκειμένου να την ανατρέψουν ύστερα, αφήνοντας το αντιθετικό της ζεύγος να αναδυθεί με τρόπο απρόοπτο μέσω ξεσπασμάτων. Ψυχεδέλεια, πειραματισμός, punk διάθεση και διάσπαρτοι pop χρωματισμοί αποτελούν αδιαμφισβήτητα ορισμένα από τα χαρακτηριστικά που εντοπίζει κανείς στο οξύμωρο ψηφιδωτό του Genesis P-Orridge, που παρά τις φαινομενικές αντιθέσεις του, διακατέχεται από μια έντονη συνεκτικότητα, που αποκτά αυθεντική υπόσταση. Οι επιδράσεις αυτού του αλλόκοτου ηχητικού κράματος, ιδωμένες δια μέσω του πρίσματος της εν λόγω συναυλίας, αποκτούσαν ακόμα μεγαλύτερη συγκινησιακή φόρτιση, δεδομένου του αντικρίσματος που οι στίχοι έβρισκαν στη συγκαιρινή πραγματικότητα.
Κομμάτια όπως τα “How Does It Feel To Feel?”, “Just Drifting (For Caresse)”, “Just Like Arcadia” και “Alienist” μεταξύ πολλών άλλων λειτούργησαν κατά ένα τρόπο σαν μια χρονομηχανή που παίρνοντας αφόρμηση από το παρελθόν κατέληγαν με υποβλητικό τρόπο στο παρόν, συνοδευόμενες από βιντεοπροβολές και ηχογραφημένες εναρκτήριες αφηγήσεις που προκαλούσαν μια αίσθηση έντονου “τριπαρίσματος” που αναιρούσε την αίσθηση του οποιουδήποτε χωροχρόνου. Η ανταπόκριση του κόσμου σε όλο αυτό το θέαμα κυμαινόταν, κάπου ανάμεσα σε εκστατικές επευφημίες και χορευτικά ξεσπάσματα.
Στο σύνολό της κάνουμε λόγο για μία συναυλία που δύσκολα διαγράφεται από τη μνήμη.