Η πρώτη φθινοπωρινή συννεφιά σκοτείνιασε νωρίς το απόγευμα της Παρασκευής δημιουργώντας το ιδανικό φόντο για την συνάντηση του ανίερου black metal με τους παγανιστικούς δαίμονες της Ιρλανδίας. Οι αγαπημένοι του Ελληνικού κοινού Primordial επέστρεψαν και κλήθηκαν να υπερασπιστούν την δίκαιη φήμη των συναρπαστικών εμφανίσεων τους μέσα σε ένα κατάμεστο (υπέρ του δέοντος) Temple.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξενικουδάκης / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Η αρχή έγινε, μετά από ένα τέταρτο καθυστέρηση, με τους Nefarious Spirit, την μπάντα με τον καλύτερο ήχο της βραδιάς. Όση ώρα περιμέναμε ο frontman της μπάντας υποδυόταν τον νεκρό στο κέντρο της σκηνής, ενώ όταν πια “αναστήθηκε” μας βομβάρδισε με καταιγιστικό black metal, παιγμένο άψογα και με αυτοπεποίθηση. Αν εξαιρέσουμε τα κάπως δυνατά, και ευτυχώς καταπληκτικά, τύμπανα το ηχητικό stage τους έδωσε την ευκαιρία να δώσουν ένα ψαρωτικό show επικεντρωμένο στο ομώνυμο demo τους. Παραδοσιακό Νορβηγικό black με μελωδία και δύναμη. Στο αποκορύφωμα μας ξετίναξε τους σβέρκους η διασκευή στο “Equimathorn” των Bathory. Σίγουρα κέρδισαν πολλούς οπαδούς, μεταξύ των οποίων και τον γράφοντα.
Συνέχεια με τους Embrace Of Thorns, η οποίοι βγήκαν με περίσσια δύναμη να φτύσουν σκοτάδι στο κοινό. Με 20 χρόνια εμπειρίας και πλούσια δισκογραφία στη φαρέτρα τους επιτέθηκαν στο φως και απέδωσαν το black metal τους με (μαύρη) ψυχή. Δυστυχώς ο απαράδεκτος ήχος δεν έδινε την ευκαιρία στο κοινό να εισπράξει το παίξιμο σε όλη τη μεγαλοπρέπειά του. Μόνο στις φάσεις που η ταχύτητα έπεφτε μπορούσε κανείς να νιώσει τα τεράστια riffs. Παρόλα αυτά ο κόσμος έδειξε ευχαριστημένος και κατάλληλα ζεσταμένος για αυτό που θα ακολουθούσε.
Οι Primordial είναι μία “λαϊκή” μπάντα με την καλή έννοια. Η προλεταριακή ιδιοσυγκρασία τους κάνει να στέκονται πάντα δίπλα και μέσα στο ακροατήριο και ποτέ πάνω από αυτό. Έχουν δε, με αυτή τους την τιμιότητα, καλλιεργήσει την αμέριστη αγάπη των Ελλήνων metallers που δεν θα σβήσει ποτέ. Το sold out λοιπόν αλλά και η προσμονή για μία ακόμα παγανιστική εορτή ήταν αναμενόμενα. Αυτό που δεν ήταν αναμενόμενο είναι ο ήχος του live που κυμάνθηκε από εντελώς χάλια έως επιεικώς μέτριος προς το τέλος της εμφάνισης. Κινήθηκα σε όλο το χώρο και η κατάσταση ήταν ίδια παντού. Ακόμα και η μπάντα δεν μπορούσε να ακούσει στην αρχή το τι γινόταν πάνω στη σκηνή.
Ο ηγέτης και πολέμαρχος όμως Alan Averill παίρνοντας ψυχική ανάταση από την εισαγωγή με το “Dark Horse on the Wind” του Liam Weldon αψήφησε τις δυσκολίες οδηγώντας στη μάχη με το “Where Greater men Have Fallen”. Το αρχικό μούδιασμα του κοινού λόγω ήχου ξεπεράστηκε γρήγορα από τη δύναμη και το πάθος των “Nail Their Tongues” και “Gods To The Godless”. Ο Nemtheanga με κουκούλα και βαμμένος με τα χρώματα του πολέμου προκάλεσε τον ίδιο τον θάνατο στο “No Grave Deep Enough” και, αεικίνητος σκαρφάλωσε στα monitor σαν να ανεβαίνει στο “Babel’s Tower”. Ο πραγματικός χαμός όμως, και τα πρώτα crowd surfings άρχισαν στον ύμνο “The Burning Season”. Μετά το όμορφο μελωδικό διάλειμμα του “Stolen Years” (από τα λίγα κομμάτια που πραγματικά ακούγαμε τι παιζόταν) είχαμε απανωτές παραθέσεις αριστουργημάτων όπως τα “As Rome Burns” και “To Hell Or The Hangman”. Οι αντιδράσεις του κόσμου ήταν πραγματικά ασύλληπτες ο οποίος, γνώστης καθώς ήταν του υλικού, συμπλήρωνε στο κεφάλι του ότι δεν άκουγε και πωρωνόταν απίστευτα.
Ο Averill θεωρεί πως κάθε μπάντα που σέβεται τον εαυτό της πρέπει να έχει ένα τραγούδι για λύκους και όλοι φανταζόμαστε τι ακολουθεί. “Lain With The Wolf” και κάθε ένας στο ακροατήριο συναντά τον ζωώδη εαυτό του. Ήταν πια δεδομένο ότι η εμφάνιση θα ξεπεράσει τις δύο ώρες. Τα πέντε κομμάτια που ακολούθησαν μέχρι το τέλος μείναν στο μυαλό μου σαν συνεχής καταιγισμός συγκίνησης. “Wield Lightning To Split The Sun” και “Coffin Ships” και δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια. “Sons Of The Morrigan” και “Empire Falls” και το venue γκρεμίζεται. “Heathen Tribes” και γινόμαστε όλοι ένα δίνοντας υπόσχεση να ξανανταμώσουμε, να αγκαλιαστούμε και να τραγουδήσουμε, ελπίζω με καλύτερες συνθήκες.