Κυριακή, γιορτή και live, να ‘ταν η ‘βδομάδα όλη – κι αν κάτι τέτοιο γινόταν πράξη, θα φιγούραρα στις υψηλές θέσεις των λιστών με τους πιο χαρούμενους ανθρώπους. Η 15η Ιανουαρίου μας επιφύλασσε μία βραδιά γεμάτη heavy metal στον ζεστό χώρο του Κυττάρου. Πέραν τους δύο σημαντικούς headliners, Gus G. και Primal Fear, το menu περιλάμβανε άλλα δύο σχήματα τις εγχώριας σκηνής, τους Terra IncΩgnita και The Silent Rage.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξιφαράς / Φωτογραφίες: Σπύρος Φατούρος (περισσότερες εδώ)
Αφού ξεπεράστηκε η μικρή αναμονή για το άνοιγμα των πορτών (το μοναδικό «απρόοπτο» της βραδιάς, το οποίο δεν επηρέασε και καθόλου την κατά τ’άλλα ομαλή διεξαγωγή του live), γύρω στις εφτά έκαναν την εμφάνιση τους στο stage οι The Silent Rage. Οι πρώτες νότες από τα όργανα τους ήχησαν σχεδόν με το που μπήκα στον χώρο και αν η κίνηση τους να μοιράσουν δωρεάν το νέο τους single “My Race Won’t Last” είναι άξια προσοχής, η εμφάνιση και απόδοση τους είναι ο λόγος κέρδισαν τον κόσμο που βρέθηκε από νωρίς στο venue. Η ανανέωση στο line up τους φαίνεται να έχει ευεργετικά αποτελέσματα στον ήχο τους, με πιο «χτυπητή» αλλαγή, αυτήν του frontman, καθώς την θέση πίσω από το μικρόφωνο, την έχει αναλάβει πλέον ο Μιχάλης Ρινακάκης (ex – Air Raid). Οι Τhe Silent Rage μετρούν αισίως δεκατρία χρόνια ζωής, κατά τα οποία άντεξαν χάρη στο πάθος και το μεράκι που βγάζουν με την μουσική τους. Για το τέλος του set τους άφησαν μία διασκευή του “Between The Hammer And The Anvil” ζεσταίνοντας για τα καλά το κοινό. Η εμφάνιση τους αν και σε γενικές γραμμές ήταν καλή, υπάρχουν σίγουρα περιθώρια βελτίωσης, η οποία όμως κατά την γνώμη μου είναι απλά θέμα χρόνου και περισσότερης «τριβής» των μελών της μπάντας.
Ένα τέταρτο αργότερα (περίπου) πήραν την σκυτάλη οι Terra IncΩgnita. Ενώ σαν μπάντα δείχνουν να έχουν τα φόντα για το κάτι παραπάνω, κάπου φαίνεται ότι το χάνουν. Δεν ξέρω αν φταίει το γεγονός πως προσπαθούν να μπλέξουν κλασικούς με μοντέρνους ήχους, που ως έναν βαθμό τους βγαίνει, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις, ακούγεται χαοτικό, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνεις τί ακριβώς ακούς. Για να σας εξηγήσω ακριβώς τι εννοώ, εκεί λοιπόν που άκουγα αμέριμνος το power metal μου, ξαφνικά ακούω ένα riff Rage Against The Machine! Στην αρχή ομολογουμένως πίστεψα ότι ήταν ιδέα μου, ρίχνοντας όμως μία κλεφτή ματιά στο κοινό, είδα ότι το ίδιο μπλέξιμο είχε συμβεί και σε άλλους. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι μία μπάντα με αρκετά συναυλιακά χιλιόμετρα στην πλάτη της, δεν κατάφερε σε καμία στιγμή να βάλει τον παράγοντα κόσμος στην εξίσωση της εμφάνισης της. Βέβαια, για μην είμαι και άδικος, δεν ήταν όλα τόσο μπερδεμένα, ο ήχος ας πούμε ήταν κρυστάλλινος, ο δε τραγουδιστής τους, Billy Vass μας χάρισε ένα performance πολύ υψηλού επιπέδου. Τέλος, αυτό που βγάζει μάτι/αυτί, είναι το γεγονός ότι έχουν σίγουρα αφιερώσει πολλές ώρες προβών στην ζωής τους και το μόνο που δείχνει να τους λείπει στην παρούσα φάση, είναι μία εξίσου κρυστάλλινη με την ποιότητα του ήχου τους, μουσική ταυτότητα.
Μετά τα δύο εγχώρια σχήματα της βραδιάς, είχε έρθει και η ώρα του εγχώριου (ως προς την καταγωγή, καθώς από άποψη εμβέλειας, μόνο εγχώριο δεν τον λες) αστέρα, του Gus G. και της μπάντας του. Ο Έλληνας κιθαρίστας, συνεπικουρούμενος από τους κυρίους Dennis Ward (Pink Cream 69) στο μπάσο και την φωνή, και τον Felix Bohnke (Edguy και Avantasia) στα τύμπανα, μέσα σε 90 λεπτά έπαιξε 17 κομμάτια και σήκωσε κυριολεκτικά όλο το Κύτταρο στο πόδι. Όσοι τον έχετε δει έστω μία φορά ζωντανά με την solo μπάντα του, θα καταλαβαίνετε απολύτως τι λέω, οι υπόλοιποι δώστε λίγη παραπάνω βάση. Μιλάμε για έναν άνθρωπο που το μουσικό του βάρος κάνει το οποιοδήποτε εν Ελλάδι stage να τρίζει, παρ’όλ’αυτά παραμένει απλός τόσο ως χαρακτήρας, όσο και ως μουσικός. Θα μπορούσε σε κάθε κομμάτι να έπαιζε κοντά στις εβδομήντα δύο χιλιάδες νότες το λεπτό και να το κοιτούσαμε όλοι σαν εξωγήινο. Ο ίδιος όμως, και ευτυχώς για όλους μας, επιλέγει να παίζει πάντα αυτό που πρέπει και όταν πρέπει, απλά σε άφθαστο επίπεδο.
Πριν όμως συνεχίσουμε στα του Κώστα, θα ήταν άδικο να μην πούμε και δύο κουβέντες για τους άλλους δύο μουσικούς που τον συντροφεύσαν το βράδυ της Κυριακής. Ο Dennis Ward, που έχει αναλάβει το μπάσο και τα φωνητικά, όπως και στο Fearless, πέραν ότι δεν μπορούσε να κρύψει την έκπληξη του με τις αντιδράσεις του Αθηναϊκού κοινού και μας έδειξε με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι είναι κάτι παραπάνω από sidekick. Όσο για τον κύριο στα τύμπανα, τι να πρωτοπεί κανείς, ας πούμε μόνο ότι κάποιες φορές νόμιζες πως έπαιζε τύμπανα κάποιος στρατός. Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι να θυμηθώ τριάδα να βγάζει τόσο γεμάτο αποτέλεσμα.
Μιας και ο Gus έπαιζε σε πάτρια εδάφη και η μπάντα φέρει το όνομα του, αναπόφευκτα είχε τον ρόλο του frontman. Ο καμβάς της εμφάνισης τους χρωματίστηκε με πινελιές από διάφορες δουλειές και φάσεις της μεγάλης καριέρας του, καθώς ακούσαμε και Firewind (“Fire and the Fury”) αλλά και Ozzy (“Bark at the Moon”). Δεν έλειψαν και άλλες διασκευές, αφού ακούσαμε επίσης τα “Cold Sweat” των Τhin Lizzy και “Money For Nothing” (Dire Straits). Μία εμφάνιση που είχε κυλίσει τόσο μαγικά, δεν γινόταν να μην έχει το τέλος που της άρμοζε, αυτό συνέβη με το “I Am The Fire”, όπου μεγάλο του refrain του τραγουδήθηκε από τις φωνές των εκστασιασμένων Αθηναίων που κατέκλυσαν τον χώρο στο στενό της Ηπείρου (ελπίζω να μην περίμενε κανείς σας να κρίνω αν έπαιξαν καλά ή όχι).
Με τον πήχη να βρίσκεται πλέον σε δυσθεώρητα επίπεδα, είχε φτάσει η ώρα για την επανεμφάνιση των Γερμανών Primal Fear στην χώρα μας. Με το επιβλητικό πανό που έφερε πάνω του το logo της μπάντας, ξεκίνησαν οι μικρές αλλαγές στην σκηνή, πράξη που σηματοδοτούσε το φινάλε μίας πολυετούς προσμονής για τους οπαδούς του συγκροτήματος. Χωρίς καθυστέρηση, οι Γερμανοί με την φωνάρα Ralf Scheepers να σέρνει τον χορό, επιβεβαίωσαν το status τους, που τους θέλει να συγκαταλέγονται μέσα στην αφρόκρεμα του power metal. Είπαμε ότι το κοινό τους αδημονούσε να τους απολαύσει ξανά ζωντανά, κάτι από ότι φάνηκε ίσχυε και αντιστρόφως.
Μπορεί το παρουσιαστικό του Ralf να είναι εντυπωσιακό (άνετα γινόταν πυγμάχος ή κάτι τέτοιο), αυτό όμως «πάνω» του που είναι μαγικό, είναι η φωνή του, που στα 53 του βρίσκεται ακόμα σε εντυπωσιακά επίπεδα. Από κοντά του και οι άλλες δύο «παλιοσειρές» του group, οι Mat Sinner (μπάσο) και Tom Naumann (κιθάρα), σήκωσαν την «μουσική αυλαία» με το “New Rise” από το τελευταίο τους album (το οποίο είχε και την μερίδα του λέοντος του setlist), για να ακολουθήσει το άκρως ξεσηκωτικό “In Metal We Trust”. Από αυτό το σημείο και μετά, το live παίρνει μία ανοδική πορεία η οποία θα σταματήσει μόνο με το τέλος της συναυλίας. Τίμησαν σχεδόν στο σύνολο τους την δισκογραφίας τους, αλλά αν κάτι μου έκανε τρομερά καλή εντύπωση, αυτό δεν ήταν τόσο η φοβερή απόδοση τους, όσο η συμπεριφορά τους απέναντι σε όλη την φάση. Με τον Ralf να κάνει την σχετική πλάκα αναφορικά με τις Ελληνικές λέξεις που γνωρίζει, σου έδιναν την εντύπωση ότι είχαν έρθει να παίξουν σε κάποιο party φίλων τους.
Εκτελεστικά και σκηνικά ήταν αψεγάδιαστοι και προσέφεραν ένα αξέχαστο βράδυ σε όλους είχαμε την τύχη να βρεθούμε στον ιστορικό χώρο του Κυττάρου. Για σας που δεν ήρθατε, έχω να σας δώσω μία συμβουλή, βάλτε στην άκρη από τώρα 30 ευρώ, ώστε όταν ξανάρθουν να μην τους χάσετε, γιατί πιστέψτε με, δεν θα έχετε και πολλές ευκαιρίες να παρακολουθήσετε ένα συγκρότημα που καταφέρνει να σε συμπαρασέρνει με τέτοια άνεση στον ρυθμό του.
Υ.Γ.: In Metal We Trust