Tου Μανώλη Ροδοκανάκη
Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε κάτι που το λέγανε death metal. Αυτό το death metal ήταν σε γενικές γραμμές φιλαράκι του thrash metal – άλλο καλό παιδί αυτό – αλλά είχε και το κατιτίς του, ήταν λίγο πιο γρήγορο, λίγο πιο ακραίο, λίγο πιο άρρωστο, λίγο «πάμε να φύγουμε, αυτοί δεν πάνε καλά»… κάπως έτσι. Με τα πολλά βέβαια το death metal μεγάλωσε, κουρεύτηκε, παντρεύτηκε, έπιασε πρωινή δουλειά, έκανε παιδιά – και τι παιδιά! – και γενικά σοβάρεψε. Έγινε πιο γρήγορο, τεχνικό και ακραίο, γιατί η πρωινή δουλειά του επέτρεπε να αγοράζει καλύτερους μουσικούς, αλλά η πικρή αλήθεια είναι ότι δεν τρόμαζε πια κανέναν. Και ναι, άλλες εποχές, πιο υποψιασμένες και ανάλγητες, κανείς δεν το κατηγορούσε που δεν ήταν πια 17 χρονών – η γυναίκα του τού έλεγε να κάτσει στα αυγά του – αλλά το death metal μερικά βράδια καθόταν μόνο του, έπινε κάνα whiskey, και αναπολούσε λίγο την εφηβεία του.
Ειδικά κάποια βράδια που το ένα ποτήρι έφερνε το άλλο και το death metal κατέβαζε μισό μπουκάλι χωρίς να το καταλάβει, τσέκαρε αν κοιμάται η γυναίκα του, και μετά έβγαινε κρυφά και πήγαινε σε ένα μπαράκι που σύχναζε όταν ήταν μικρό. Όλοι το κοιτάγανε κάπως στραβά βέβαια, λίγο με τα κοντά μαλλιά και λίγο με τα γιλέκα και τα πουκάμισα που φορούσε, υπήρχε όμως κι ένας τύπος σε ένα αναπηρικό καροτσάκι, που καθόταν σε μια γωνιά και έπινε μόνος του. Αυτός το θυμόταν, κι έτσι πήγαινε τσουλώντας και καθόταν στο μπαρ δίπλα του.
«Πώς κι από δώ;» το ρώταγε. Το death metal ντρεπόταν λίγο.
«Να, ξέρεις…» μάσαγε τα λόγια του το death metal. «Σε θυμήθηκα και είπα να δω τι κάνεις. Μου λείψατε λίγο.» Ο τύπος στο καροτσάκι έκανε ότι στραβώνει και κοίταζε το death metal λοξά.
«Γέρασες και φλώρεψες» του έλεγε. «Σε λίγο θα μου πεις να με πάρεις και αγκαλιά».
«Μπορώ;» έλεγε το death metal.
«Όχι!» έλεγε ο τύπος. Αλλά μετά γύρναγε από την άλλη και χαμογελούσε.
Ένα Χριστουγεννιάτικο βράδυ του 2007 λοιπόν, που είχαν γίνει όλα αυτά που περιγράψαμε, ο τύπος γύρισε και είπε στο death metal.
«Τα πολλά λόγια είναι φτώχια. Αν σου λείψαμε τόσο πολύ κι εμείς και η εφηβεία σου και όλες αυτές οι μπούρδες που κάθεσαι και μου λες κάθε φορά που πίνεις, γιατί δεν έρχεσαι να πάμε να κάνουμε καμιά γύρα σαν κι αυτές που κάναμε μικροί;»
«Μα πώς» είπε το death metal, «οι δυο μας;»
«Μη σε νοιάζει αυτό, θα βρω εγώ τους υπόλοιπους».
«Κι εντάξει, άντε και βρίσκεις, χωρίς να θέλω να φανώ αγενής, αλλά εσύ…»
«Εγώ είμαι μια χαρά και στο καροτσάκι!» γάβγισε ο τύπος, «αν εσύ έχεις γίνει τόσο φλώρος που δεν μπορείς να το κάνεις πια πρόβλημά σου!»
Και τότε το death metal χτύπησε τη γροθιά του στο bar.
«Σαν πολλά δε μου τα χεις πει όλα αυτά τα χρόνια;» γρύλισε. «Βρες εσύ αυτούς που χρειαζόμαστε και θα δεις αν μπορώ ή όχι!»
«Ωραία!» είπε ο τύπος. Και κάτι έλαμψε στα μάτια τους…
Εδώ όμως η ιστορία μας πρέπει να τελειώσει, καθώς αυτά που ακολούθησαν ανήκουν σε άλλο παραμύθι. Εσείς βέβαια αν θέλετε να μάθετε ντε και σώνει τι έγινε, μπορείτε να έρθετε το βράδυ της Πέμπτης από το Κύτταρο και σας υπόσχομαι ότι θα είμαστε όλοι εκεί. Ναι, ναι, και το death metal. Πλέον το αφήνει η γυναίκα του. Για την ακρίβεια από εκείνα τα Χριστούγεννα του 2007 είναι πολύ πιο χαμογελαστή και χαρούμενη…
Περισσότερες λεπτομέρειες για τη συναυλία των Possessed στην Αθήνα θα βρείτε εδώ.