Ξεκινώντας ως μια μικρή metalcore μπάντα από την Αυστραλία, οι Parkway Drive έχουν καταφέρει να κατακτήσουν τον πλανήτη και να αποτελούν πλέον έναν γίγαντα του σκληρού ήχου. Πολύ αγαπητοί στο ελληνικό κοινό, επιστρέφουν στην Αθήνα, την Τρίτη 11 Ιουνίου (εισιτήρια ΕΔΩ), ένα χρόνο μετά τη θριαμβευτική τους εμφάνιση στο Release Athens. O Σπύρος Ζαρμπαλάς μας ‘βάζει σε mood’ παρουσιάζοντας μας μια worst-to-best αξιολόγηση της δισκογραφίας τους.
Reverence (2018)
Παρότι στην περίπτωση του “Reverence” δεν συζητήθηκε τόσο το θέμα ύφους και κατεύθυνσης, προσωπικά με ξένισε πολύ περισσότερο από τον προκάτοχό του. Κομμάτια όπως το Rammstein-ικό “Prey” ή το οριακά rap metal “Shadow Boxing” ακόμα δεν μου κάθονται καλά πέντε χρόνια μετά, ενώ το “The Void” θα μπορούσε να βρίσκεται σε album των FFDP. Το “Chronos” είναι η πιο φωτεινή στιγμή του δίσκου, ένα εξάλεπτο έπος και σίγουρα από τα καλύτερα σύγχρονα κομμάτια των Parkway Drive.
Darker Still (2022)
Κρατώντας τον ήχο τους στα πιο άμεσα, συναυλιακά και μοντέρνα metal μονοπάτια, το “Darker Still” βρίσκει μια πολύ καλύτερη ισορροπία από το “Reverence”, και υποστηρίζεται από συνθέσεις πολύ ανώτερες συνολικά. Η εσωτερική αναζήτηση της μπάντας συνεχίζεται, αυτή την φορά κυρίως σε θέματα ψυχικής υγείας και life-changing γεγονότων, και αποτυπώνεται κυρίως σε στιγμές όπως το ομώνυμο κομμάτι. Το “Glitch” παρότι στα πρώτα ακούσματα μοιάζει ένα τυπικό single χωρίς πολύ βάθος, με κάθε ακρόαση κολλάει όλο και παραπάνω στο μυαλό και είμαι σίγουρος ότι live απογειώνεται, όπως και το “Soul Bleach” που φαίνεται ασταμάτητο.
Ire (2015)
To “Ire” είναι ο δίσκος που έφερε μια σημαντική αλλαγή στο στυλ των Parkway Drive, κάτι που στο πρώτο άκουσμα ίσως ξένισε τους hardcore οπαδούς της μπάντας. Όμως, είναι γεμάτο διαμάντια και τους ανέβασε μονομιάς επίπεδο δημοτικότητας, με «μπροστάρη» το “Vice Grip”, ένα πραγματικό superhit του genre. Tα τραγούδια του “Ire” μονοπωλούν ακόμα τα setlists αφού είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των μεγάλων live που δίνει πλέον η μπάντα, και τα “Crushed” και “Dedicated” αποτελούν (δικαίως) ήδη αναπόσπαστο κομμάτι του show των PwD.
Killing With a Smile (2004)
Iστορικό, ωμό, άγουρο, αμείλικτο, κάποιες από τις λέξεις που θα μπορούσαν να περιγράψουν το debut album της μπάντας. Ένα album γεμάτο λυσσασμένο metalcore από μια πεντάδα που μόλις έχει εξαπολύσει την επίθεσή της στον κόσμο και θέλει το μερίδιό της στην σκηνή εδώ και τώρα. Από το καταιγιστικό μπάσιμο του “Gimme AD” στο πλέον κλασικό “Romance is Dead”, και από το “Guns for show…” που με μία ακρόαση αυτόματα γυρίζει το ημερολόγιο πίσω, στον ορισμό του breakdown στο “Mutiny”, το “Killing With a Smile” είναι ένας δίσκος που παρότι δεν είχε ξεφύγει ακόμα από τις επιρροές του, άνοιξε μονομιάς τον δρόμο στους Parkway Drive.
Atlas (2012)
Το ότι ένας δίσκος του βεληνεκούς και της ποιότητας του “Atlas” βρίσκεται στην 3η θέση, δείχνει το επίπεδο των Parkway Drive. H μπάντα γνωρίζοντας πως βρίσκεται ήδη στην κορυφή, αποφασίζει να βάλει περισσότερα συστατικά στην μουσική της, και το αποτέλεσμα την δικαιώνει. Για κάθε “The River”, υπάρχει ένα “Swing” να σε βάζει γρήγορα στη θέση σου, για κάθε “Τhe Slow Surrender” υπάρχει ένα “Dark Days”, και φυσικά εδώ βρίσκουμε και τον ορισμό του singalong στο “Wild Eyes”. Όταν κυκλοφόρησε το “Atlas” είχε κάνει μεγάλο μπαμ, όμως στις λεπτομέρειες (και λόγω nostalgia) χάνει τις πρώτες δύο θέσεις.
Horizons (2007)
Ακολουθώντας και πάλι την ίδια συνταγή με τον Adam D πίσω απ την κονσόλα, το “Horizons” παίρνει όλα τα καλά στοιχεία του KWAS και τα ταΐζει ένα 1-up μανιτάρι, με το αποτέλεσμα να είναι σαρωτικό. Οι καλές στιγμές του δίσκου είναι κορυφαίες, τα “Carrion” & “Idols and Anchors” παίζονται ακόμα 15 χρόνια μετά, το “Boneyards” είναι ύμνος, αλλά οι Parkway Drive δεν είχαν πάρει ακόμα την μορφή που θα τους έκανε το όνομα που είναι σήμερα. ‘Επρεπε να ξεχωρίσουν από τον ανταγωνισμό και να φύγουν από τα στενά όρια του ήδη υπάρχοντος metalcore scene, κάτι που πέτυχαν με το…
Deep Blue (2010)
Την εποχή που το είδος είχε κορεστεί και γεμίσει από τριτοτέταρτες μπάντες της σειράς, το “Deep Blue” ήρθε να τοποθετήσει τους PwD στην θέση που τους άξιζε, ως leaders της σκηνής. Πιο βαρύ, με μεγαλύτερη συνθετική/στιχουργική ποιότητα και ωριμότητα, περισσότερη μουσική διαφοροποίηση, και γεμάτο κομμάτια που έχουν μείνει χαραγμένα στις συνειδήσεις των οπαδών ως genre-defining. Αν σε όλα τα παραπάνω προσθέσουμε πως κατάφερε να μην χάσει καθόλου από την επιθετικότητα των δύο πρώτων δίσκων, έχουμε ένα πακέτο που απλά δεν χάνει. Και αυτά τα riffs του “Karma”… ακόμα σβήνουν δισκογραφίες επίδοξων ανταγωνιστών.