H προτελευταία metal ημέρα του Release Athens, είχε και το lineup με τη μεγαλύτερη διαφοροποίηση: μπάντες που καλύπτουν 5 δεκαετίες στον σκληρό ήχο, με 3 διαφορετικές γενιές metalheads στον ίδιο χώρο, και ένα μεγάλο στοίχημα για την έκβασή της. Οι βασιλιάδες του metalcore θα συναντούσαν τους local ακόλουθούς τους, και η μπάντα που καθόρισε το extreme στο σύνολό του θα παίξει πλάι σε έναν άνθρωπο που πήγε αυτή τη μουσική ένα βήμα παραπέρα.
Ανταπόκριση: Σπύρος Ζαρμπαλάς / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (πλήρες photo report εδώ)
Aπό τις πρώτες τους νότες οι Skybinder κατέστησαν ξεκάθαρο ότι ήταν η πλέον κατάλληλη επιλογή για opening σε αυτή τη βραδιά. Με τον κόσμο, δυστυχώς, ακροβολισμένο στις άκρες της πλατείας λόγω ήλιου, η Αθηναϊκή 5άδα απέδωσε το υλικό της με μεγάλη αυτοπεποίθηση, με τις κιθάρες να φτύνουν ένα όργιο riffs. Παρότι αρχικά ο ήχος ήταν αρκετά μπερδεμένος, και με άνισες εντάσεις στα φωνητικά, βελτιώθηκε γρήγορα, και έδωσε στην μπάντα τον απαραίτητο όγκο για να βγάλει προς τα έξω τα δυνατά της σημεία. Φτάνοντας στο τέλος του σετ τους με το “My Severance” από το full-length album τους, ένιωσα ότι θα έπρεπε να έχουν λίγο ακόμα χρόνο, καθώς ξεκάθαρα τους απολάμβανε και το κοινό.
Στη γιγαντοοθόνη εμφανίστηκε το καθηλωτικό “Satan I” του H. R. Giger, η σκηνή μαύρισε, και η Πλατεία Νερού επίσης μαύρισε απότομα, με μαζική συρροή κόσμου για να δουν τον «πατέρα» του σκληρού ήχου ζωντανά. Ο Tom Warrior και οι Triptykon δεν συνηθίζουν στις φανφάρες, και μετά από σύντομο intro ξεκίνησαν τον πόλεμο με το “Into the Crypts of Rays”. Πώς να πάει στραβά ένα live που ξεκινάει με αυτό το riff; Παρά τον επίμονο ήλιο, είχε ήδη ξεκινήσει πανικός στο pit, και μπαίνοντας με 5 ύμνους από το “Morbid Tales”, οι Triptykon δεν άφησαν κανέναν να πάρει ανάσα. Ο ήχος δυνατός, παλιακός, και ξεκάθαρος, παρά την απαραίτητη «λάσπη», σύμμαχος της μπάντας που δεν σταμάτησε στιγμή την επίθεση της, ειδικά η Vanja Slajh άφησε ψυχή.
Σε σπάνια κέφια ο Warrior, μας έκανε μέχρι και χιούμορ για έναν τύπο που είχε έρθει με στολή μπανάνας, ενώ έδειξε να συγκινείται όταν εν μέσω των “CELTIC FROST!” crowd chants μας ευχαριστούσε, λέγοντας πως «αυτά τα κομμάτια είναι 40 χρόνων… και βλέπω πως δεν τα έχετε ξεχάσει». Mεγάλο ενδιαφέρον είχαν, επίσης, οι αντιδράσεις του νεότερου ηλικιακά κοινού σε λυσσαλέα, ωμά κομμάτια όπως το “Visual Aggression”, καθώς γύρω έβλεπες από έκπληξη και απορία, μέχρι κόσμο που έτρεχε από ενθουσιασμό να προλάβει να μπει στο pit. Επιλέγοντας άλλη μια φοβερή 5άδα από το “To Mega Therion” για κλείσιμο, το τέλος ήρθε με το εμβληματικό “Necromantical Screams”, που σε περιβάλλον live είναι άλλο κομμάτι. Χάνει λίγο από ατμόσφαιρα, αλλά κερδίζει πολύ, πάρα πολύ σε heaviness και επιβλητικότητα. Σπουδαία κομμάτια, σπουδαία μπάντα, και ελπίζω σύντομα να τους δούμε και με κανονικό setlist Triptykon σε κλειστό χώρο.
Μετά τον καταιγισμό primitive metal από τους Triptykon/Frost, είχε έρθει η ώρα για διαφορετική μορφή primitive. Οι Soulfly είναι μια μπάντα που ενώ λίγοι «ψάχνουν» δισκογραφικά, όλοι ξέρουν τα περισσότερα hits τους, ακόμα και υποσυνείδητα. Φοβερή όρεξη από τον Max, που κάλυπτε και τις όποιες αδυναμίες του στα φωνητικά, απίστευτο κλίμα στο κοινό, το οποίο αν έβλεπες από απόσταση ήταν μια ενιαία μάζα ανθρώπων να χοροπηδάνε ασταμάτητα. Όταν, δε, ο αρχηγός ζητούσε pit, έπαιρνε pit, που όμοιό του έχω να δω από την τελευταία εμφάνιση των Slayer στην χώρα μας.
Στα “Back to the Primitive”, “Prophecy”, “Frontlines” ζήσαμε κάποιες από τις πιο έντονες στιγμές σε extreme live στην χώρα, και ήρθε η ώρα για το αναπόφευκτο ερώτημα: Τολμώ να πω πως παρότι σαν απόδοση οι μπάντες δεν συγκρίνονται, η ανταπόκριση του κόσμου ήταν ίσως και μεγαλύτερη από το περσινό, πολύ δυνατό live των Sepultura. Είναι η αγάπη προς τον Max; Είναι τα κομμάτια, που ο ρυθμός τους δεν μπορεί να σε αφήσει αδιάφορο; Ακόμα και στην άμεση σύγκριση με το “Refuse/Resist”, (που προς τιμήν τους ήταν το μόνο Sepultura που έπαιξαν), νομίζω η πλάστιγγα έγερνε προς το χτεσινό live.
Parkway Drive, έγκλημα και τιμωρία. Έγκλημα από όσους έφυγαν από τον χώρο επιδεικτικά μετά τους Soulfly (ή και μετά τους Triptykon!), κρατώντας το μεταλόμετρο ψηλά και αμόλυντο από την πανδημία του core, τιμωρία επειδή με αυτόν τον τρόπο έχασαν ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα shows των τελευταίων χρόνων. H μπάντα δεν είχε να αποδείξει τίποτα σε κανέναν, βγήκε ανεπηρέαστη να πάρει κεφάλια χωρίς την παραμικρή «έκπτωση» στο stage show ή το σετ της, και τελικά νίκησε, επειδή:
- Tα νέα κομμάτια σε live περιβάλλον είναι η νύχτα με τη μέρα από τα studio versions, ειδικά το “Glitch” που είχε σνομπαριστεί αρκετά όταν κυκλοφόρησε, εχθές στην έξοδο τραγουδιόταν από τις περισσότερες παρέες.
- Ο Winston McCall είναι ένας φοβερά χαρισματικός frontman, ίσως ο καλύτερος που είδαμε φέτος. Σταδιακά, βέβαια, έχει δυστυχώς επισκιάσει τελείως τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, όμως μπορεί και μόνος του να σηκώσει όλο το show στις πλάτες του.
- To κοινό είχε έρθει για να δει Parkway Drive, δεν ήταν περαστικοί. Αυτό δημιούργησε ένα πανηγυρικό κλίμα, σπανίως βλέπει κανείς να τραγουδιούνται ακόμα και τα verse στα κομμάτια. Υπάρχει ένας φανατικός πυρήνας οπαδών, που live με το live όλο και μεγαλώνει. Σημαντικό, επίσης, είναι πως όλος ο κόσμος ήθελε ΜΟΝΟ να περάσει καλά. Ούτε να «διδάξει», ούτε να δειχθεί, ούτε να μιζεριάσει και να μανουριάσει. Αυτά, ευτυχώς, ανήκουν στο παρελθόν για τη νεότερη γενιά οπαδών.
- Μπορεί οι παλιοί fans να ήθελαν να ακούσουν “Romance is Dead” κλπ, αλλά η αλήθεια είναι πως με “Vice Grip” ανεβαίνεις επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο που η κυκλοφορία του ήταν το turning point στην καριέρα της μπάντας, είναι τεράστιο κομμάτι, από αυτά που μένουν στο setlist ισόβια.
- Το show ήταν φαντασμαγορικό, στα επίπεδα κορυφαίων μπαντών, όπως οι Slipknot. Μπορεί σε σημεία να φαινόταν υπερβολικό, αλλά μπροστά σε 60.000 άτομα στα Hellfest και Graspop είναι απλά αναγκαίο για αυτό το level. Tο καλό είναι πως το show δεν έγινε για να καλύψει συνθετικές αδυναμίες, αλλά για να γιγαντώσει ακόμα περισσότερο τα δυνατά σημεία.
Νίκησαν επειδή έδειξαν ότι το «αύριο» είναι ήδη εδώ, και μόνο αν εθελοτυφλείς δεν το καταλαβαίνεις. Δεν χρειάζεται άλλη προσκόλληση στο παρελθόν, όσο και αν το αγαπάμε. Έχουμε πια τους σύγχρονους μας ήρωες, τεράστιες μπάντες που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα, και η εξέλιξη αυτή μόνο θετική μπορεί να είναι για τη μουσική μας.