Floyd. Ένα νέο κεφάλαιο για τους συναυλιακούς χώρους της πόλης, ή αλλιώς, η υπόσχεση-εξέλιξη του Piraeus 117 Academy, στην πράξη. Οφείλω να κάνω αναφορά, όχι μόνο στις άρτιες τεχνικές προδιαγραφές του venue, αλλά και στην εσωτερική διαμόρφωσή του. Χαρακτηριστικά και παραδειγματικά: στο πίσω μέρος της αρένας, εκτείνονται κατά μήκος της χωρίσματα-διαζώματα από κάγκελο, που επιτρέπουν την όραση και δεν απομονώνουν τον συγκεκριμένο χώρο από το σύνολο, ενώ παράλληλα, λειτουργούν για να ακουμπούν οι ακροατές, να στηρίζονται ή να τοποθετούν τα μπουφάν τους. Ότι πιο έξυπνο και χρήσιμο έχω συναντήσει, πραγματικά.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (πλήρες photo report εδώ)
Pan Pan, ένα σχεδόν viral, καυτό όνομα στον ήχο της ηλεκτρονικής/pop εγχώριας σκηνής. Συνεχιστές ενός είδους, που προτείνει ναι μεν, τον χορό -ενώ φλερτάρει με την ‘ανεμελιά’ της disco, λόγω ρυθμού και παλμικής δόνησης και όχι στιχουργικής ανάλυσης, δίνει μεγάλη βαρύτητα και στον στίχο, στη λεκτική αφήγηση δηλαδή (που δεν είναι και τόσο ‘ανέμελη’). Εναποθέτει δε, τις επιρροές του παρελθόντος (‘μασημένη κασέτα’) στην τεχνογνωσία και την αντίληψη της εποχής.
Λύκοι στον Άρη, η καινούρια δουλειά του Παναγιώτη και του Γιάννη που συνυπογράφουν αυτόν το δίσκο ως Pan Pan x Years Of Youth, καθώς η κατά τ’ άλλα -μουσική τουλάχιστον- συνεργασία τους, είναι 7ετής (Echo Tides). Ένα μουσικοχορευτικό λοιπόν άλμπουμ, με υφή παραμυθιού, ένα ταξίδι που σαν όραμα/προφητεία στο μέλλον, χρήζει προσοχή. Η επίσημη παρουσίασή του το Σάββατο στο Floyd, δικαίωσε την προσπάθειά τους αυτή, όσο κι αν ακόμη δεν το έχει εμπεδώσει ο κόσμος. Μπορεί να μην χορεύαμε χωρίς σταματημό εξαρχής, αλλά χαζεύαμε την σκηνή μονίμως. Για τα ροζ κυρίως που λουζόταν, σε φως και συναίσθημα, για τους στίχους που προβάλλονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του live και το έξτρα, χωστό μήνυμα μέσα από την “Ανισόπεδη Ντίσκο”, “Όχι Στα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια”. Για τον τρόπο με τον οποίο τα τύμπανα, γέμιζαν και οδηγούσαν το εγχείρημα.
Χαζεύαμε την σκηνή, επίσης, για την Vassilina, που στάθηκε δίπλα του, μολονότι πατάει σε ένα αρκετά διαφορετικό συναίσθημα, άρα και μέθοδο, στον τρόπο έκφρασης, από τον προσωπικό της (όπου τη βρίσκω εξαιρετική στο σκοτεινό, electro σύμπαν της). Χαμηλόφωνα σχετικά, δεύτερος ρόλος, να ενθαρρύνει σημεία της αφήγησης και να καθαρίζει εν μέρει, τις παραμορφώσεις που στοχεύει να δημιουργεί ο Παναγιώτης, βάζοντάς μου την σκέψη πως, με λίγη τριβή, θα κατακτήσει πολύ σύντομα και αυτόν το μουσικό δρόμο. Όσο αναφορά την Καλλιόπη Μητροπούλου, ανέβηκε κατά το 2ο μέρος της βραδιάς για το restart του live στις φαντασμαγορίες τους και μας ισοπέδωσε για άλλη μία φορά, με την τρανταχτή φωνή και παρουσία της. Συν το κοφτερό βιολί της στο “Κάτι Στο Κομοδίνο” και όχι μόνο, απλά εκεί γρατζουνούσε μία υπέροχη, αλλιώτικη και αλλόκοτη, ηλεκτρισμένη ψυχεδέλεια. Στις μεταξύ τους, επιφωνηματικές κυρίως φωνητικές ερμηνείες, ανατρίχιαζαν λυρικά.
Για το 1ο μέρος της παρουσίασης, θα ξεχωρίσω, πέρα γούστου αλλά σχετικά με τη ζωντανή τους εκτέλεση, τα “Ζυγίζει ένα Τόνο”, “Μαυσωλείο” και φυσικά “Νεκρό Τηλεσκόπιο” (γιατί αυτό το υπαρξιακό ‘γιατί υποφέρω’ προκαλεί αβίαστα το κοινό αίσθημα). Το σωματικό performance της guest Λαμπρινής, έκλεισε με τον πιο προχωρημένο τρόπο αυτόν τον κύκλο στον επίλογο, “Ο Μόνος Παράδεισος Που Υπήρξε Ποτέ”.
Για το 2ο μέρος, τι να πρωτοξεχωρίσω, είναι όλα δικαιωματικά, δικαιωμένες επιτυχίες που ξεσηκώνουν, ενώνουν, μουδιάζουν. Από το “Μείνε Σε Θέλω / Μήνες Σε Θέλω” και το “Deja Vous” μέχρι τα “Φωτιά στις Κεραίες”, “Χτύπα Με Σαν Ρεύμα Στην Πίστα (πάντα θα μας λείπει η Melentini σε αυτό ζωντανά), “Τα Παιδιά Θέλουν Χορό”, ταξιδεύαμε χορεύοντας, στα αστέρια. Με άλλα λόγια, υπέροχα.