Το black metal στις μέρες μας έχει σχεδόν γίνει μια καρικατούρα του εαυτού του. Οι χαρακτήρες με το extreme face paint του παρελθόντος έχουν σχεδόν χαθεί, αλλά τίποτα δεν έχει αλλάξει πολύ μουσικά. Η black metal αναπτύσσεται σε διαφορετικά μονοπάτια πλέον αλλά πάντα διατηρώντας τη σκοτεινή αισθητική της και όσα στοιχεία την ορίζουν μουσικά. Πολλά καινούρια πρόσωπα που δεν θυμίζουν σε τίποτα την “kvlt” αισθητική της σκηνής αναδύονται για να παρουσιάσουν τις δικές τους ιδέες πάνω στο black metal. Η Myrkur στην ουσία είναι ακριβώς αυτό το φρέσκο πρόσωπο που δεν κρύβεται πίσω από facepaint αλλά ενσωματώνει με τον δικό της τρόπο τα χαρακτηριστικά του είδους στην παρουσία της.
Η εμφάνιση της Myrkur (σημαίνει «σκοτάδι» στα Ισλανδικά) την περασμένη χρονιά με το ομότιτλο ΕΡ συνδέθηκε με ένα πέπλο μυστηρίου γύρω από το πρόσωπό της και δημιούργησε ένα μουσικό διχασμό στη black metal κοινότητα. Η Amalie Bruun από τη Δανία, το πρόσωπο πίσω από το project αυτό, δέχθηκε επίθεση από τους φανατικούς του είδους, όχι για τη μουσική της, αλλά επειδή η εικόνα της δεν ανταποκρίνεται στο σκληρό «μαύρο» φόντο της αισθητικής του είδους. Προσωπικά δεν στέκομαι στη στρατηγική προβολής και μάρκετινγκ που χρησιμοποιεί ο καθένας, αλλά στο αν η μουσική της Myrkur εισβάλει μέσα στην ουσία του black metal και προσφέρει κάτι ουσιαστικό που ανταποκρίνεται στο όραμά της. Και κατά την δική μου άποψη, το καταφέρνει!
Η Myrkur μέσα από την Relapse Records έκανε το πρώτο της τολμηρό βήμα με την κυκλοφορία του πρώτου μεγάλου μήκους άλμπουμ της “M”, μεγάλο μέρος του οποίου ηχογραφήθηκε μέσα σε ένα νορβηγικό μαυσολείο. Αξιοθαύμαστο είναι το γεγονός ότι η Amalie Bruun έγραψε όλη τη μουσική και τους στίχους του δίσκου, στον οποίο συμμετέχει στα φωνητικά στην κιθάρα και στο πιάνο, στρατολογώντας παράλληλα μεγάλους μουσικούς του χώρου που συμπληρώνουν το άλμπουμ συμπεριλαμβαλομένων του drummer Øyvind Myrvold (Nidingr) και Teloch (Mayhem) καθώς και μια guest εμφάνιση του Christopher Amott (Arch Enemy) στην κιθάρα στο κομμάτι “Mordet”. Την παραγωγή του album επιμελήθηκε ο Kristoffer “Garm” Rygg (Ulver), ενώ στο σύνολό του ο δίσκος φανερώνει την επιρροή που είχε η Myrkur από μπάντες όπως Ulver, Burzum, Darkthrone και την ανάμειξη στοιχείων από αυτές με folk και ambient ήχους.
Η Myrkur έχει μια μοναδική ικανότητα να εναλλάσσει τα γλυκά και αιθέρια φωνητικά της που μοιάζουν με κάλεσμα σειρήνας, με τις σκληρές κραυγές της που ταράσσουν την ατμόσφαιρα παραμυθιού που δημιουργεί αρχικά και σε παγιδεύουν σε έναν εφιαλτικό κόσμο. Ενδιάμεσα στα κομμάτια του δίσκου παρεμβάλλονται κάποια instrumental στοιχεία με σχεδόν soundtrack χαρακτήρα, όπως τα κομμάτια “Nordlys” και “Norn”, που χτίζουν την ένταση και λειτουργούν σαν ομαλή είσοδο στις επόμενες σκοτεινές και εκρηκτικές συνθέσεις. Η ατμόσφαιρα του album, οι στίχοι των τραγουδιών και τα χαρισματικά φωνητικά της Myrkur, δημιουργούν εικόνες που μοιάζουν να είναι βγαλμένες από Σκανδιναβικό παραμύθι.
Τα τραγούδια που ξεχωρίζουν στο album είναι το εναρκτήριο κομμάτι “Skøgen Skulle Dø” με την μοναδική folk χροιά, το ονειρικό και ταυτόχρονα στοιχειωτικό κομμάτι “Onde Børn”, το εκρηκτικό “Mordet”, το πιο “φωτεινό” “Dybt i Skoven” στο οποίο περιέχονται στοιχεία shoegaze, καθώς και το τελευταίο τραγούδι, “Skaði”, ένα bonus κομμάτι και ένα από τις πιο ωραίες συνθέσεις του δίσκου, στο οποίο η Myrkur καταφέρνει να συνοψίσει όλη την αισθητική και το όραμα της γύρω από το black metal.
Συνολικά είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά και ανοίγει επιτυχώς το δρόμο για μια επόμενη, περισσότερο πρωτοποριακή κυκλοφορία. Η Myrkur φαίνεται να μπορεί να προσφέρει πολλά περισσότερα πράγματα απ’ότι αυτό το άλμπουμ προσφέρει αυτή τη στιγμή, παρ’ όλα αυτά αποτελεί μια καλή βάση και προοπτική για εξέλιξη του ήχου της. Ούτως ή άλλως, μέσα από αυτή την κυκλοφορία καταφέρνει να καθιερώσει ένα προφίλ το οποίο οι λάτρεις του είδους είτε θα αποδεκτούν και θα ακολουθήσουν είτε θα απορρίψουν. Η συμβουλή μου είναι να μην το αντιμετωπίσουν σαν ένα τυπικό black metal album αλλά να το προσεγγίσουν με ανοιχτό μυαλό. Εύχομαι η Myrkur να σταθεί αντάξια του οράματός της και να προσφέρει μια διαφορετική δίοδο στο είδος για να εξελιχθεί σε κάτι πέρα από αυτό που είναι ήδη.