Eίναι progressive και psychodelia (όπως οι ίδιοι προτιμούν περιγραφικά). Είναι επίσης old–school, hard classic, alternative jazz, folk και heavy metal. Από τα τέλη του ’80, οι δισκογραφικές τους προσφορές και απόπειρες, αν μη τι άλλο, τους κατατάσσουν ανάμεσα στα πιο επιμελώς ατημέλητα, μα συνεπή, low-profile σχήματα, με ένα κάρο τελικά κυκλοφορίες και ορισμένες ενδιαφέρουσες συνεργασίες. Όχι, δεν τους αφιέρωσα ποτέ τον απαραίτητο αναγκαίο χρόνο για να τους γνωρίζω καλά, αλλά πάντοτε, έστω και ενίοτε, μου αποσπούσαν την προσοχή με εκείνο ή με το άλλο κομμάτι τους, που ξεκλείδωνε μαζί με τις μουσικές μου αναζητήσεις. Το “The All Is One” κυκλοφόρησε στα τέλη του Αυγούστου και από τα μέσα του Σεπτέμβρη ήδη, έπεσε και στα δίχτυα του Rockin’Athens, οπότε η αναφορά του από το site, κρίθηκε απαραίτητη. Έτσι, συντελώ στην «διαφήμισή» του με τα παρακάτω λόγια: Must dive.
Η σειρά N.O.X. που έχει ενταχθεί στο εν λόγω album, αποτελεί από μόνη της, ένα ζωτικά, OMG περίτεχνο, ενεργειακό διαμάντι της ηχητικής συνέχειας και μουσικής σημασίας στο φάσμα της rock. Trippy το λιγότερο, σύνθετα ψυχεδελική, πλήρως επιμελημένη, εξαιρετική, μουσικο-κινηματογραφική ωδή. Μία παραπομπή θα έλεγα, που απορροφά και προσηλώνει, με την κομψή και αέρινη δομή της, με την ήρεμη και υπερβατική μαεστρία της, ενώ διατηρεί την πολύτιμη ισορροπία της, εύκολα εναρμονίζοντας τις νοητές technicolor διαστάσεις που δημιουργεί με τα μαγεμένα αιωρούμενα high-feeling vibes. Βιόλα, πιάνο, mellotron, organ και synths, στα χαρισματικά, επιπρόσθετα μουσικά όργανα. «Μία 42λεπτη οδύσσεια». Με ενθουσίασε ταμάλα.
Άκρως πληροφοριακά, αποτελεί το τελευταίο κεφάλαιο της τριλογίας “Gullvåg” (μαζί με τα “The Tower” και “The Crucible”), που αφορά τον καλλιτέχνη, όπου σχεδίασε τα εξώφυλλα και κομματάκι ενέπνευσε τη μουσική κάλυψη των θεμάτων του. Όσο αναφορά τα υπόλοιπα στοιχεία-tracks του δίσκου, κυλάνε περισσότερο και επί των πλείστων γνώριμα ομαλά, σε πιο «συνηθισμένα» rock μοτίβα, όχι τόσο ιδιαίτερα, μα ούτε κατά διάνοια, απαξιωτικά ή κουραστικά. Εμένα μου πήρε μόλις έναν καφέ και κάποια τσιγάρα…Η διάρκεια του διπλού album ωστόσο, αγγίζει σχεδόν τη μιάμιση ώρα. Άλλωστε μόνο όταν χάνεται η αίσθηση του χρόνου, η γοητεία της ‘trance’ του εκτιμάται.