Είμαι από τους ανθρώπους εκείνους που ό,τι πιο πειραματικό, ό,τι πιο περίεργο και ό,τι πιο ακραίο με ιντριγκάρει αφάνταστα και μου κινεί την κάθε περιέργεια. Αν αυτό, δε, είναι και λειτουργικό και ηχεί όμορφα στα αυτιά μου, τότε μπορώ να γίνω πολύ φανατικός οπαδός. Κάπως έτσι μου συνέβη με τους Mantar. Ντουέτο κιθάρας και τυμπάνων με φωνή.
Εδώ θα ήθελα να πω και από την πλευρά του μουσικού, ότι όσο πιο ολιγομελές είναι ένα σχήμα, τόσο πιο δύσκολο είναι να ακουστεί καλά. Απαιτεί πολλή, μα πολλή δουλειά και τρελό ψάξιμο και μαεστρία, ώστε να μπορέσει να ακούγεται σωστά, σε ό,τι αφορά τόσο στον ήχο, όσο και στις δομές των συνθέσεων. Αυτός είναι και ο λόγος που κόλλησα με τους Mantar από την πρώτη κιόλας ακρόαση.
Για να είμαι ειλικρινής, κατά την προηγούμενη τους επίσκεψη στην χώρα μας (το 2014 στο six d.o.g.s.) δεν τους είχα δει, καθώς δεν είχα εντρυφήσει πολύ στην μουσική τους. Στο Wacken Open Air του 2018 είχα την τύχη να τους δω για πρώτη φορά live και μόλις πληροφορήθηκα ότι έρχονται ξανά στη χώρα μας δεν ήταν δυνατόν να χάσω αυτή τη βραδιά, πόσο, μάλλον, όταν μια από τις ελληνικές μπάντες που συμπαθώ πολύ, οι Yovel, θα πλαισίωναν την εμφάνισή τους στο Temple.
Ανταπόκριση / Φωτογραφίες (περισσότερες εδώ): Αλέξιος Αντωνόπουλος
Κατάφερα να φτάσω στο club κατά τις 9 και ο κόσμος που περίμενε απέξω, αλλά και μέσα ήταν λιγοστός. Παρ’όλα αυτά, μετά από λίγα λεπτά η πρώτη μπάντα για τη βραδιά αυτή ήταν έτοιμη να ξεκινήσει το show της.
Η μπάντα λεγόταν Xenorabbit και ήταν ένα ντουέτο. Τύμπανα κιθάρα και φωνή. Κατά τη διάρκεια της εμφάνισής τους δυστυχώς ο κόσμος ήταν ελάχιστος. Ωστόσο αυτά τα παιδιά έκαναν ό,τι καλύτερο μπόρεσαν προκειμένου να ανοίξουν τη βραδιά και να μας ζεστάνουν. Έμαθα μετά ότι αυτό θα αποτελούσε μόλις το δεύτερο live τους. Όντως ήταν εμφανής η απειρία τους, τόσο από θέμα ντουέτου, όσο και στη σκηνική τους παρουσία. Οι συνθέσεις τους βρίσκονταν μάλλον υπό επεξεργασία ακόμα, ωστόσο υπήρχαν πολλά σημεία όπου πέρασα καλά και είμαι σίγουρος ότι αν επενδύσουν πολύ κόπο χρόνο και ενέργεια σε αυτό, θα έχουν όλες τις προϋποθέσεις να μας απασχολήσουν θετικά ξανά στο μέλλον.
Η σκηνή του Temple υποδέχτηκε τους Yovel για τη συνέχεια, το black metal κουαρτέτο, με πολλή ενέργεια και πολύ καλή απόδοση. Η επιβλητική εισαγωγή του εναρκτήριου κομματιού “Trauma” από το ντεμπούτο τους “Hɪðəˈtu” ακούστηκε από τα ηχεία. «Ήμασταν όλοι φτωχοί, δηλαδή ανίκανοι. Βλαστημούσαμε τα ξυπνητήρια, λέγοντας πως έτσι θα σταματήσουμε τη μέρα …»
Οι Yovel παρουσίασαν όλα τα κομμάτια του δίσκου τους συν μια διασκευή, το «Κεμάλ» του Μάνου Χατζιδάκι, που είναι αφιερωμένο στις γυναίκες της Μέσης Ανατολής. Μια εξαιρετική και πολύ δυνατή διασκευή, που δυστυχώς, όπως διάβασα σε πρόσφατη συνέντευξή τους και όπως μας αποκάλυψαν και οι ίδιοι, κατέβηκε από το διαδίκτυο, καθώς μάλλον «στους δικαιούχους δεν άρεσε, αλλά εμείς θα το παίξουμε». Εδώ το θέμα φυσικά σηκώνει άπειρη συζήτηση, αλλά ας μείνουμε στα μουσικά.
Τα ηχητικά εφέ, που είχαν φέρει μαζί τους, σε συνδυασμό με τις πολύ ωραίες συνθέσεις τους, δημιούργησαν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, ειδικά στο κομμάτι “Τοο Late Capitalism”,που όση ώρα παιζόταν, προβάλλονταν εικόνες από τις θηριωδίες των Ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Για μένα ίσως η πιο δυνατή συναισθηματικά στιγμή όλης της βραδιάς. Έκλεισαν το set τους με το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το “Centennia”, που αποτελεί και το δικό μου αγαπημένο. Οι Yovel απέδειξαν ξεκάθαρα ότι το black metal μπορεί άνετα να αποτελέσει μέσο έκφρασης απόψεων, όπως είναι η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σίγουρα είναι μια μπάντα που θα δω ξανά και ξανά, γιατί έχουν να δώσουν πολλά ακόμα.
Και έφτασε η στιγμή για τους Mantar. Το ντουέτο από το Αμβούργο, αν και δήλωσαν εξουθενωμένοι, η ενέργειά τους, η σκηνική τους παρουσία και ο ήχος τους δεν μας άφησαν να καταλάβουμε κάτι τέτοιο. Για όσους δεν τους γνωρίζουν, έχω να σας πω ότι είναι από τα πιο ολοκληρωμένα και καλοδουλεμένα ντουέτα που έχω δει ποτέ στην μουσική αυτή. Ένας πειραματισμός άκρως πετυχημένος. Το δέσιμο τους και ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουν τη μουσική τους είναι ιδιοφυής και απαιτεί τεράστια προσπάθεια, ώστε να επιτευχθεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα.
Οι Erinç Sakarya (τύμπανα) και Hanno Klänhardt (κιθάρα – φωνή) μας παρουσίασαν ένα πρόγραμμα τόσο με παλιές, όσο και μενεότερες συνθέσεις. Η αρχή έγινε με το “Pest Crousade” μέσα από το EP τους, με τίτλο “The Spell” (2017). Τα βαριά riffs, που έσκαγαν σαν σφαλιάρες στη μούρη μας, μας δήλωναν ξεκάθαρα για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. “Age Of The Absurd” για τη συνέχεια, από την πιο πρόσφατη κυκλοφορία τους, το “The Modern Art Of Setting Ablaze” (2018). Στο σημείο αυτό μας καλησπέρισαν και μας είπαν ότι είναι πολύ χαρούμενοι που βρίσκονται ξανά στη χώρα μας. «Ευχαριστούμε έναν έναν σας που είστε εδώ απόψε», ενώ δεν έχασε στιγμή να σχολιάσει με κάτι «γαλλικά» και εκείνους που δεν ήρθαν.
Ο drummer Erinç Sakarya πίσω από το τεράστιο set του ήταν θηρίο ανήμερο. Εκρηκτικός και μελετημένος παίκτης (με μονή κάσα παρακαλώ). Το παίξιμο του απλό, αλλά πανέξυπνο, ουσιώδες και άκρως δυναμικό, μας ξεσήκωνε με το κάθε του χτύπημα. Ο Hanno Klänhardt, υπερενεργητικός και υπερκινητικός επάνω στο stage. Ιδιαίτερη φάνηκε να είναι η αγάπη του για το πάτωμα, στο οποίο πέρασε αρκετή ώρα από το set, τόσο για να ρυθμίζει τα πετάλια του ανάλογα με το κάθε κομμάτι, αλλά και όπως μας είπε γιατί ήταν υπερβολικά κουρασμένος. Αν, όμως, κάποιος τους έχει δει ξανά, καταλαβαίνει ότι αυτό απλά είναι το στυλ του. Ο ήχος ήταν πολύ καθαρός και καλός, iδανικός για να απολαύσει κανείς μια τέτοια συναυλία. Το μόνο αρνητικό και λίγο στενάχωρο στην όλη βραδιά ήταν η πραγματικά ελάχιστη προσέλευση του κόσμου. Δεν ξέρω αυτό αν οφείλεται στα απανωτά live του Σεπτεμβρίου ή στο ότι το ελληνικό κοινό δεν είναι τόσο δεκτικό σε νέους ήχους και τάσεις (βλέπε και το live του Ihsahn). Πραγματικά ήταν μια βραδιά που άξιζε την στήριξη του κόσμου.
Για όλους εμάς που ήμασταν εκεί φυσικά ήταν απολαυστικό, καθώς νιώσαμε ότι παρακολουθούμε ένα prive live για πάρτι μας. Μας αποχαιρέτησαν με την κομματάρα “Era Borealis” και “White Nights”, με την υπόσχεση να παίξουν ξανά για εμάς πολύ σύντομα, κάτι που πολύ αμφιβάλλω με την τόσο χαμηλή προσέλευση. Ελπίζω, ωστόσο, να διαψευσθώ. Μετά το πέρας της συναυλίας είχα την ευκαιρία να μιλήσω με τους Mantar. Πολύ ευγενικοί και ιδιαίτερα χαρούμενοι που έπαιζαν απόψε για εμάς. Στην ερώτηση που έκανα στον Hanno Klänhardt, αν τους αρέσουν πιο πολύ οι χώροι σαν αυτόν ή προτιμούν τις μεγάλες σκηνές των φεστιβάλ, μου απάντησε πως «Ξεκάθαρα προτιμούμε μικρότερους χώρους. Στα φεστιβάλ η φάση είναι ωραία, αλλά χάνουμε λίγο την επαφή με τον κόσμο. Σε χώρους σαν αυτόν προσπαθούμε πολύ ώστε να μεταφέρουμε την ενέργειά μας στον κάθε ένα ξεχωριστά και είναι κάτι που λατρεύουμε».
Πραγματικά ήταν ένα πολύ δυνατό βράδυ που θα θυμόμαστε για πολύ καιρό. Μακάρι την επόμενη φορά ο κόσμος να είναι περισσότερος.