Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα τι να περιμένω καθώς έμπαινα στον χώρο του Temple. Θα έβλεπα μία συναυλία, μία τύπου όπερα, ένα καλλιτεχνικό δρώμενo; Πώς θα χαρακτήριζα αυτό που επρόκειτο να συμβεί στην επόμενη μιάμιση ώρα στην σκηνή; Η αλήθεια είναι ότι το ενενηντάλεπτο που παρακολούθησα με μεγάλη προσοχή δεν μου έλυσε την απορία, όμως μου προσέφερε μία πολύ γερή δόση κουλτούρας και πολιτισμού.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξιφαράς / Φωτογραφίες: Αργύρης Λιόσης (περισσότερες εδώ)
Πραγματικά μου είναι πολύ δύσκολο να σας περιγράψω επαρκώς το τι είδα, μόνο να σας πω ότι τα είκοσι ευρώ του εισιτήριου, με το πέρας της παράστασης/συναυλίας/δρώμενου φαίνονταν λίγα. Όσοι πήγαν για να δουν τον εμβληματικό frontman των Mayhem, Attila Csihar, εξ αρχής έβλεπαν το δέντρο και έχαναν το δάσος, αν δε περίμεναν μία black metal συναυλία, τότε έπεσαν πολύ πολύ έξω.
Τί είδα λοιπόν; Μία ορχήστρα δωματίου, αποτελούμενη από ένα φλάουτο, βιολί, άρπα, πλήκτρα, βιόλα, δύο τσέλο, κοντραμπάσο, σαντούρι, φαγκότο αλλά και τέσσερις φωνές. Με την έναρξη λοιπόν, το πρώτο που ξεκαθάρισε, ήταν γιατί επιλέχτηκε ο εν λόγω δίσκος για αυτήν την πανδαισία τέχνης. Ο λόγος είναι η επιβλητική του ατμόσφαιρα, η οποία είναι εντονότερη συναισθηματικά όταν την παρακολουθείς ζωντανά. Σε αυτό βοήθησε αναμφισβήτητα και η παρουσία του Costin Chioreanu, ο οποίος ταυτόχρονα με τους μουσικούς, ακολουθώντας τον ρυθμό, γέμιζε με μαύρο χρώμα έναν καμβά, που κατέληξε σε έναν πίνακα που ο καθένας μπορούσε να τον ερμηνεύσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο.
Το ίδιο ακριβώς ίσχυε για την μουσική, κάθε νους που βρέθηκε από κάτω, έπλαθε τις δικές του ξεχωριστές εικόνες, μπορεί το θέμα για όλους να ήταν το ίδιο, ο θάνατος, μα ο τρόπος που ερμήνευαν οι καλλιτέχνες, σου έδινε την δυνατότητα να φτιάχνεις τους δικούς σου πίνακες ζωγραφικής. Για τον Attila, τί να πρωτοπώ, για την ερμηνεία του που σε καθήλωνε από τόσο από φόβο, όσο και από δέος; Για την θεατρικότητα του, τα φωνητικά του, την ενέργεια του; Τον συγκεκριμένο τον έχω ξαναδεί ζωντανά, δεν τον έχω ευχαριστηθεί όμως τόσο ποτέ ξανά.
Στο πλάι του, όχι μόνο στην σκηνή, αλλά και σε επίπεδο ερμηνείας, η Σοφία Σαρρή. Αν και δεν φείδομαι υπερβολών, αυτήν την φορά θα είναι πέρα για πέρα δίκαιες. Η εναλλαγή στα φωνητικά της, αρχικά με εντυπωσίασε, στην συνέχεια όμως έμεινα άναυδος από την εναλλαγή χαρακτήρων που έβλεπα στο πρόσωπο της, σαν slides. Άλλωστε, δεν είναι καθόλου αμελητέο να ισορροπείς της εντυπώσεις, όταν απέναντι σου βρίσκεται μία μορφή, με τέτοιο σκηνικό βάρος, όσο ο Attila. Για να συνεχίσω την υπερβολή, το καλύτερο σχόλιο που θα μπορούσα να γράψω, είναι ότι η Diamanda Galás μπορεί να νιώθει ανακούφιση, αφού υπάρχει διάδοχη κατάσταση.
Όμως θα ήταν μεγάλη μου παράλειψη αν δεν αναφερόμουν και σε αυτήν την σεμνή μορφή που βρίσκεται πίσω από όλα αυτά, τον Στέλιο Ρωμαλιάδη Το να διαλέγεις τους κατάλληλους καλλιτέχνες, για τους κατάλληλους ρόλους, από μόνο του είναι πάρα πολύ δύσκολο. Σκεφτείτε μόνο πως στο Hollywood, υπάρχει ολόκληρη ομάδα που είναι υπεύθυνη για το casting, εδώ όμως έχουμε έναν μονάχα άνθρωπο. Αυτός είναι ο πρώτος του άθλος, ο δεύτερος και δυσκολότερος, είναι η οπτικοποίηση της μουσικής του με τόσο ελεύθερο τρόπο. Μία μουσική ατονική, που με ταξίδεψε από το Μπενίν, την χώρα του βουντού, με πήγε στην Λατινική Αμερική, σε τελετές μύησης, πέρασα από σκοτεινά Ευρωπαϊκά δάση, για να καταλήξω να κάνω ταξίδι στον χρόνο, σε μυστικιστικά αρχαιοελληνικά μυστήρια.
Όλα τα παραπάνω και άλλα τόσα που δεν περιγράφονται, ήταν αυτά που μας χάρισε η ορχήστρα της κολεκτίβας των Lüüp. Χάρισε απλόχερα μία μοναδική εμπειρία ζωής, σε ένα κοινό, που αντιμετώπισε αυτό που εξελισσόταν μπροστά στα μάτια του, με απίστευτη ωριμότητα, καθώς ήταν αξιοσημείωτη η ησυχία που επικρατούσε, από μεριάς του, στα κομμάτια και γεμάτα ενθουσιασμό τα χειροκροτήματα του. Έναν κοινό που σίγουρα έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη για το black metal, πράγμα που φάνηκε στην διασκευή του Freezing Moon, με την οποία έπεσε και η αυλαία ενός θεάματος, που όμοιο του δεν έχω ξαναδεί. Το μόνο σίγουρο είναι, ότι θα το μνημονεύω για αρκετό καιρό, συγκεκριμένα για όσο καιρό μου πάρει μέχρι να τους ξαναδώ ζωντανά, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να μην τους ξαναδώ. Πόσες ευκαιρίες θα έχω στην ζωή μου να δω ένα ποίημα γραμμένο σε νότες, λίγες, πολύ λίγες.