Ας ξεκινήσουμε από το line up αυτήν της μπάντας: George Emmanuel στις κιθάρες, Marios Dupont στην φωνή, Stathis Ridis στο μπάσο και Nick Vell στα τύμπανα. Όλοι τους βρίσκονται και σε άλλες μπάντες, καμία βέβαια δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, μόνο κάτι Rotting Christ, Nightfall, Chaostar, Karma Violens συναντάς, ψιλοπράγματα δηλαδή! Φαντάζομαι ότι όλοι καταλαβαίνετε πως αστειεύομαι και απλά προσπαθώ να δώσω έμφαση στο ταλέντο που υπάρχει σε αυτό το γκρουπ. Πολλές φορές, όμως, αυτό δεν είναι αρκετό, τουλάχιστον όχι από μόνο του, χρειάζεται και η χημεία την οποία έδειξαν ότι είχαν στην πρώτη τους κυκλοφορία, “The Wiccan”. Έκαναν άραγε το παραπάνω βήμα στην δεύτερη ολοκληρωμένη τους δουλειά, “The Order”;
Η αυλαία ανεβαίνει με το “Viva Morte”, το οποίο ξεκινά επιθετικά, με κατασκότεινο ήχο και άκρως επιθετικό attitude και πετυχαίνει στο έπακρο τον σκοπό του: να σου τραβήξει το ενδιαφέρον. Το κομμάτι ξεκινάει με μία απόκοσμη κραυγή “Viva Morte”, που σαν άλλο παράγγελμα καλεί κιθάρα και τύμπανα να πάρουν τα όπλα. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει στο drumming, το οποίο ενώ είναι ογκώδες και πολύ γρήγορο, κατορθώνει να αποφεύγει κάθε είδους υπερβολή. Από την άλλη στην κιθάρα, χωρίς να κάνει κάτι το ιδιαίτερο για τα κυβικά του, ο George Emmanuel δείχνει έναν πλουραλισμό στο παίξιμο του, κάτι στο οποίο δεν μας είχε συνηθίσει (για τους άλλους δύο θα τα πούμε παρακάτω). Ακολουθεί το πρώτο κομμάτι, που είδε το φως της δημοσιότητας, το ομώνυμο “The Order”, το οποίο είναι απείρως πιο σύνθετο τραγούδι. Γενικά αποφεύγω να σχολιάζω κομμάτια που έχουν δημοσιοποιηθεί, καθώς τα έχετε ακούσει και έχετε σχηματίσει δική σας άποψη, όμως, στην συγκεκριμένη περίπτωση δε μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό! Το κομμάτι είναι εθιστικό, από την σύνθεση του, την ενορχήστρωση του – κάθε του λεπτομέρεια είναι τόσο προσεγμένη που καθηλώνει. Η κιθάρα βρίσκεται στο επίκεντρο σχεδόν σε όλη την πεντάλεπτη διάρκεια του, η οποία θυμίζει κάτι από Jon Nödtveidt και όσοι με ξέρετε καλύτερα καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό. Για όσους δε με ξέρουν, σημαίνει ότι αγγίζει το τέλειο, το flawless. Ας κάνουμε όμως και την πρώτη αναφορά στον frontman του συγκροτήματος. Μπορώ να πω ότι η άποψη μου για τον Mario είναι τουλάχιστον εμπεριστατωμένη, καθώς τον έχω δει/ακούσει πολλές φορές live, αλλά τον έχω απολαύσει και audio σε τουλάχιστον πέντε albums. Αυτό που πλέον μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι δίνει πάντα αυτό που πρέπει, ανεξάρτητα το πόσο διαφορετικές μπορεί να είναι οι απαιτήσεις από track σε track.
Πάμε τώρα και στο δεύτερο “single”, “Fall Of The Rebel Angels”, που κάποιοι κύριοι εκ Πολωνίας όταν το ακούσουν θα ζηλέψουν πολύ. Ο δίσκος επανέρχεται σε thrash ταχύτητες και ήρθε η ώρα του μπάσου. Με τον “ανταγωνισμό” με τα άλλα όργανα να είναι έντονος, επιτυγχάνει να παίξει τον ρόλο του αθόρυβου μαέστρου, του λίμπερο αν είστε ποδοσφαιρόφιλοι. Στιβαρή μπασογραμμή, που δεν γίνεται να κρυφτεί, αλλά αντιθέτως ακόμα και την ώρα τον solos βρίσκεται στην σωστή θέση και δίνει σε κάθε σύνθεση τον όγκο που της είναι απαραίτητος. Εκεί όμως που παίζει πραγματικά σημαντικό ρόλο, είναι στην ατμόσφαιρα συνολικά του δίσκου. Τα φωνητικά ενώ μοιάζουν σαν σύντομες εκρήξεις, είναι πάντα ολόσωστα και πάντα ακριβώς αυτά που πρέπει (το ξέρω το ‘χω ξαναπεί, αλλά τόσο μεγάλη εντύπωση μου έχει κάνει). Σκυτάλη παίρνει το “Through Fire We Burn”, που οδηγεί τον ήχο σε πιο μελωδικά, πιο αβυσσαλέα και ατμοσφαιρικά μονοπάτια, με τις ακουστικές κιθάρες να κλέβουν την παράσταση καθώς μοιάζουν με το αλατοπίπερο που βάζει με μαεστρία ο μεγάλος σεφ. Εδώ θα συναντήσουμε μία πρωτοφανή μέχρι τώρα εναλλαγή τόσο σε tempo όσο και σε θέματα, η οποία όμως είναι πολύ σωστά δεμένη και στις δύο περιπτώσεις.
Έχοντας φτάσει στα μισά του δρόμου, ακούμε το “El Dracon” το οποίο ακολουθεί τα πιο γρήγορα μοτίβο που έχει το “The Order”, χωρίς όμως να ανακυκλώνει ιδέες. Αντιθέτως έχει τη δική του ξεχωριστή σημασία στο τάγμα. Η οποία επισκιάζεται από τον απόλυτο ύμνο στον Εωσφόρο που ακούει στο όνομα “Black Heart”. Αυτό που εδώ κλέβει την παράσταση είναι απαγγελίες που γίνονται δια στόματος George Emmanuel, ναι, καλά διαβάσατε. Ειλικρινά δε μπορώ να πω πολλά για αυτό που άκουσα. Με άφησε πραγματικά άναυδο και είναι ακριβώς αυτό που είπα, μία δοξασία στον εκπεσόντα άγγελο και από αυτές που σίγουρα θα λατρέψει. Με το τέλος να αχνοφαίνεται ακούμε το “Haraya”, όπου η φωνητική γραμμή είναι για άλλη μία φορά απόκοσμη, δημιουργώντας μία υπέροχη αντίθεση με τα χορωδιακά μέρη. Για τέλος μας άφησαν το τελευταίο αντίο ή “Siste Farvel”. Στην αρχή κάνει την εμφάνιση μία επική αλλά και μελαγχολική μελωδία παιγμένη από ακουστική κιθάρα. Θα διακοπεί από έναν “αναστεναγμό” για να παιχτεί πλέον με το ύφος της μπάντας. Πρόκειται για ένα κομμάτι με folk πινελιές, το οποίο όμως έχει και το αγαπημένο μου κιθαριστικό θέμα, που οδηγεί τον δίσκο σε πανέμορφο σβήσιμο.
Εν κατακλείδι, όποιος πάρει το “The Order” θα έχει στην κατοχή του ένα δίσκο που δεν του λείπει τίποτα, nothing, rien, nada, ingenting. Nομίζω ότι καταλάβατε όλοι τι θέλω να πω. Η μπάντα φαίνεται να βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα, η οποία μακάρι να συνδυαστεί με live εμφανίσεις. Σαν γνήσια Lucifer’s Children ο διάβολος ήταν μαζί τους, δεν ξέρω αν τους βοήθησε κιόλας, σίγουρα όμως τους καμάρωσε. Το μόνο κακό με το εν λόγω πόνημα είναι ότι όλα τα μέλη της βρίσκονται ταυτόχρονα και σε άλλες μπάντες, οι οποίες όχι μόνο είναι μεγάλες και καλές, αλλά και αρκετά δραστήριες και θα είναι πολύ κρίμα να θαφτεί αυτή η προσπάθεια κάτω από το βάρος τους.
Υ.Γ.: Αν βαθμολογούσαμε στο Rockin’Athens, θα έβαζα 9,9/10, γιατί 10/10 στον ήχο τους παίρνουν μόνο οι Dissection, αλλά ναι, είναι τόσο κοντά.