Για να μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε ένα καλλιτεχνικό ρεύμα, πρέπει να δούμε τα κοινά χαρακτηριστικά που διέπουν τα έργα των δημιουργούν που το απαρτίζουν. Τα πιο συνήθη, είναι η θεματολογία και η τεχνική που χρησιμοποιούνται ώστε να διαφοροποιηθούν από προγενέστερα. Η σύνδεση μεταξύ τους μοιάζει με αυτήν των συγκοινωνούντων δοχείων, καθώς η αλληλεξάρτηση τους είναι κάτι παραπάνω από ισχυρή. Το όνομά τους άλλοτε το παίρνουν από το περιεχόμενο τους, διαδεδομένο όμως είναι και να ονοματίζονται από το γεωγραφικό μέρος όπου εκδηλώνονται. Ένα παράδειγμα είναι η Ιταλική Αναγέννηση, η οποία διήρκεσε περίπου εκατό χρόνια, στο μεσοδιάστημα του 14ου και 15ου αιώνα. Κύριος εκφραστής ήταν η πρωτεύουσα της Τοσκάνης, επονομαζόμενη τότε, Δημοκρατία της Φλωρεντίας.
Όμως τι είναι αυτό που κάνει μία πόλη να ξεχωρίσει καλλιτεχνικά με τέτοιο εμφατικό τρόπο; Η γεωγραφική της θέση και η κληρονομία της είναι δύο λόγοι που μου έρχονται γρήγορα στο μυαλό. Όσο επαρκείς είναι για να απαντήσουν στο πρώτο ερώτημα, τόσο ανεπαρκείς είναι για να απαντήσουν στην επόμενη ερώτηση «γιατί εκείνη την χρονική περίοδο;». Η χρονική περίοδος συχνά τείνει να μοιάζει με μία τρομερή συμπαντική σύμπτωση, σαν ένα μαγικό σπίρτο να πυροδοτεί μία σειρά εκρήξεων που οδηγούν σε ένα μία αναπόφευκτη νέα κατάσταση. Στην περίπτωση της Φλωρεντίας είχαμε τα πάντα, μία πολύ πλούσια επαρχία, καθότι εμπορικό κέντρο κατά τον μεσαίωνα, με εύκρατο μεσογειακό κλίμα και μια βαριά πολιτιστική κληρονομία (Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Δάντης, Ντονατέλο κ.ο.κ). Παρά την ύπαρξη όλων αυτών, για την χρονική στιγμή χρειάστηκε η συμπτωματική συγκέντρωση μερικών προσωπικοτήτων που έμελλε να γράψουν το όνομα τους με χρυσά γράμματα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ενδεικτικά να αναφέρουμε μερικούς, ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, Μιχαήλ Άγγελος, Σάντρο Μποτιτσέλι, Τζόρτζιο Βαζάρι, Αντρέα Ντελ Βερόκιο αλλά και επιστήμονες όπως ο Νικολό Μακιαβέλι. Αποδεικνύεται η επιτακτική ανάγκη της σύνδεσης των μέσων με την στιγμήν, καθώς τα μέσα προϋπήρχαν, αλλά απουσίαζαν αυτοί που θα μπορούσαν να τα αξιοποιήσουν στο έπακρο. Αντιστρόφως, αν δεν είχαν τα εφόδια, είναι εξαιρετικά πιθανό το άστρο τους να μην έλαμπε με την ίδια εκτυφλωτική ένταση.
Ας μεταφερθούμε τώρα στον Ευρωπαϊκό βορρά και να σταματήσουμε στην Νορβηγική πρωτεύουσα, το Όσλο. Σε επίπεδο κληρονομιάς, τα δεδομένα εδώ είναι κάπως διαφορετικά. Οι Βίκινγκς ήταν εθνοτική μονάδα που ζούσε στα εδάφη της Σκανδιναβίας, τα καιρικά φαινόμενα τα οποία αντιμετώπιζαν, τους υποχρέωσαν να αναπτύξουν διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά συγκριτικά με την υπόλοιπη Γηραιά Ήπειρο. Ξεχώριζαν για την ναυσιπλοΐα και την ναυπήγηση τους (γιατί ναι, το να κατασκευάζεις παγοθραυστικά όταν οι άλλοι είχαν καρυδότσουφλα, είναι δείγμα πολιτισμού), αλλά και σε επίπεδο γραμμάτων δεν ήταν και τόσο πίσω, αφού συναντούμε τις περίφημες σάγκες, επικές αφηγήσεις δηλαδή, που περιέγραφαν τα ταξίδια τους. Η επιβίωση τους ήταν δύσκολη λόγω των ακραίων (κρατήστε αυτήν την λέξη) καιρικών φαινομένων, πράγμα που αποτυπώνεται και στο Πάνθεόν τους, διότι στους θεούς τους πρόσδιδαν δυνάμεις που ήταν συνδεδεμένες με την δύναμη της φύσης (Παγανισμός).
Όλα αυτά θα διακοπούν βίαια, όταν θα διασταυρωθούν με τον πιο αιματηρό καταστροφέα πολιτισμών της Ευρώπης, τον Χριστιανισμό. Μία θρησκεία που αρέσκεται να χαρακτηρίζει «Μέγα» όποιον καίει τους περισσότερους πολιτισμικούς θησαυρούς ή αιματοκυλά τους αντιφρονούντες, όπως έπραξε με τον Θεοδόσιο, τον Κωνσταντίνο ή στην προκειμένη τον Όλαφ Τρίγκβασον. Σάγκες εκείνων των χρόνων αναφέρουν πορφυρές παγωμένες εκτάσεις να εκτείνονται σε όλη την Σκανδιναβική χερσόνησο, Παγανιστικούς ναούς και μνημεία να καίγονται συθέμελα και στην θέση τους να χτίζονται εκκλησίες. Δεδομένου ότι όλα αυτά έλαβαν μέρος τον 10ο περίπου αιώνα μετά Χριστόν, οι φρικαλεότητες του εκχριστιανισμού των Νορβηγών, ήταν πιο νωπές στην μνήμη τους.
Όλα αυτά συνθέτουν την ιστορία που θα κληροδοτήσουν και οι πρωταγωνιστές αυτού του άρθρου. Καθώς σχεδόν χίλια χρόνια μετά, στις δεκαετίες του 80 και 90, μία ομάδα Νορβηγών θα ξεκινήσει ένα νέο καλλιτεχνικό ρεύμα, που θα μείνει στην ιστορία ως «το 2ο κύμα του Black Metal» ή «Νορβηγικό Black Metal». Παρότι το μίσος προς τον Χριστιανισμό προϋπήρχε, χρειάστηκε μία ομάδα εφήβων ώστε από την θεωρία να περάσει στην πράξη. Ας δούμε όμως έναν-έναν τους πρωταγωνιστές μας και να σας εξηγήσω γιατί θεωρώ ότι η ταινία “Lords of Chaos” έχει προσεγγίσει το θέμα εντελώς τσαπατσούλικα, επιπόλαια και επιδερμικά.
Λίκνο του κύματος και ηγετική μορφή, ήταν ο κατά γενική ομολογία γεραρός, Øystein Aarseth ή Euronymous. Πριν προχωρήσουμε στα έργα και ημέρες του, ας σταθούμε λίγο στο stage name του. Το είχε εμπνευστεί από το σχεδόν ομώνυμο (Euronymos) κομμάτι των Hellhammer, από το demo του 1993 “Satanic Rites”. Σε αλληλογραφία που είχε με μέλη της ελληνικής σκηνής, υπέγραφε ως “Ευρύνομος”, πράγμα που φανερώνει ότι γνώριζε πολύ καλά ποιος ήταν ο Ευρύνομος και τι αντιπροσώπευε, όλα αυτά στα 18 του, το 1986. Θα αφήσω απ’ έξω λογικά συμπεράσματα που μπορώ να αντλήσω από αυτό το γεγονός και θα αρκεστώ στο ότι μάλλον μιλάμε για έναν τύπο που διάβαζε και έψαχνε αρκετά. Επίσης, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Fenriz, ήταν αυτός που συγκέντρωσε τις διάφορες εστίες black metal που ξεπηδούσαν στην Νορβηγία, αλλά και σε όλο τον κόσμο, ώστε να συσταθεί μία ολόκληρη σκηνή. Ήταν αυτός που πήρε το τότε ακραίο κιθαριστικό παίξιμο και το έκανε κάτι άλλο, κάτι ψυχρό, ζοφερό και βαρύ, κάτι σαν αυτό που ακούμε στο “Freezing Moon”, το κομμάτι απαρχή του νορβηγικού black metal.
Κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται με την ικανότητα να συγκεντρώνουν πάνω τους τα φώτα και ο Øystein ήταν ένας από αυτούς. Ο Satyr σε μία συνέντευξη του αναφέρει, πως τότε δεν ήταν όλοι Σατανιστές, όπως πιστεύεται, απλά δήλωναν για να μιμούνται τον Euronymous. Έμοιαζε με μία μαύρη τρύπα που ρουφούσε τα πάντα προς το μέρος και αυτή η έλξη ήταν που τον οδήγησε στην γνωριμία του με τον Kristian Vikernes ή Varg ή Count Grishnackh ή όπως συστήνεται σήμερα, Louis Cachet.
Ένας άνθρωπος που σφύζει από ταλέντο, που άφησε το δικό του ανεξίτηλο σημάδι στην μουσική με τους Burzum. Συχνά γίνεται το λάθος να κατακεραυνώνεται η μουσική του λόγω των ακραίων συμπεριφορών του, από την δολοφονία του Aarseth μέχρι τις ναζιστικές του πολιτικές αντιλήψεις. Το γεγονός αυτό είναι πάρα πολύ άδικο κατά την γνώμη μου, καθώς την κωμική (sic) του πολιτική άποψη την κρατάει εκτός μουσικής, η δολοφονία των στιγμάτισε αναμφίβολα, όμως δεν ήταν αυτή που εκτόξευσε το μουσικό του έργο. Ακούγοντας το “De Mysteriis Dom Sathanas” είναι σαν ένα σεμινάριο για τον τρόπο που πρέπει να παίζεται το μπάσο στο black metal. Ή πάρτε για παράδειγμα τους τέσσερις πρώτους δίσκους του, “Burzum”, “Det som engang var”, “Hvis lyset tar oss” και “Filosofem”, είναι εμφανέστατη η συνθετική και εκτελεστική του ικανότητα. Θεωρείτε τυχαίo ότι όταν αναφερόμαστε σε one man projects, το πρώτο όνομα που μας έρχεται στο μυαλό είναι ο Vikernes; Ή μία δολοφονία θα ήταν αρκετή να τον καταξιώσει τόσο ψηλά ως μουσικό;
Ο τρίτος πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Per Yngve Ohlin ή Dead. Εδώ οι παραγωγοί της ταινίας πάλι βαριούνται να προσεγγίσουν το θέμα διεξοδικά και μας τον παρουσιάζουν ως έναν απλά αυτοκτονικό τύπο. Σίγουρα είχε τα πολλά θέματα, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, ήταν και ένας μεγαλειώδης performer. Κάποιοι χαρακτηρίζουν γραφική την συμπεριφορά του να θάβει τα ρούχα του πριν τις ζωντανές του εμφανίσεις, βέβαια είναι πολύ εύκολο να χλευάσεις μία συμπεριφορά που δεν καταλαβαίνεις. Ο Bela Lugosi, για παράδειγμα, θάφτηκε με την κάπα του Κόμη Δράκουλα, πράγμα που μαρτυρά το δέσιμο του με τον ρόλο, έτσι ο Dead, ως frontman μία μπάντας που εξυμνούσε το σκοτάδι και τον θάνατο, επέλεγε όλα αυτά να τα ενσαρκώσει, να τα ζήσει και ίσως αυτός ήταν και ο λόγος που ήταν τόσο πειστικός. Ακραίο σίγουρα να οσμίζεσαι την μυρωδιά ενός νεκρού κορακιού για τις ανάγκες μία μπάντας, στα όρια της παράνοιας θα έλεγα, αλλά πόσοι καλλιτέχνες ακροβάτησαν στα όρια της τρέλας και της ιδιοφυίας, και πόσοι αγκάλιασαν και τα δύο.
Θα αποφύγω να κρίνω την επιδερμική αναφορά σε Faust, Samoth και Blackthron, που μας τους παρουσιάζει ως κάποιους που τυχαία βρέθηκαν στο επίκεντρο των γεγονότων, αυτό όμως που δεν μπορώ να προσπεράσω είναι η απουσία του Fenriz. Πέραν του καθαρά μουσικού μέρους, που το drumming του πρέπει να διδάσκεται ως υποχρεωτικό μάθημα στο πανεπιστήμιο του black metal, είναι ο ένας εκ των δύο συντελεστών των Darkthrone, του τρίτου πόλου δηλαδή που διαμόρφωσε τον νορβηγικό ήχο. Βέβαια η απουσία του εξηγείται, αφού δεν έδωσε δικαιώματα για την μουσική, όπως ούτε οι Mayhem ούτε ο Varg, φαντάζομαι πως απαγόρευσε και κάθε αναφορά προς το πρόσωπο του. Ο Necrobutcher μάλιστα κατακρίνει την ταινία λέγοντας πως αν πας να αναβιώσεις τα εφηβικά του χρόνια, καλό θα ήταν πρώτα να τον συμβουλευτείς. Η καλύτερη άποψη επί του θέματος έρχεται από τον Silenoz, ο οποίος υποστηρίζει ότι η ταινία βασίζεται σε φήμες που υπάρχουν για εκείνη την εποχή και όχι σε γεγονότα. Αυτή η άποψη βρίσκει σύμφωνο και τον Grishnackh, καθώς αποκαλεί τους συντελεστές της ταινίας ηλίθιους, λόγω της σύγχυσης που τους δημιούργησε η ιατροδικαστική μελέτη της σωρού του Aaserth, όπου του ξύρισαν το κεφάλι προκειμένου να διαπιστώσουν αν υπήρχαν άλλα τραύματα στο κεφάλι του. Στην ταινία τον παρουσιάζουν ότι κουρεύεται, πράγμα που προφανώς και δεν ισχύει (μου χρειάστηκαν πέντε λεπτά στο internet, για να το διαπιστώσω), δείγμα της προχειρότητας που διέπει την ταινία.
Δεν είναι λίγοι και εκείνοι που θεωρούν την Νορβηγική σκηνή υπερπροβεβλημένη, μία σκηνή που βασίστηκε σε εγκλήματα του κοινού ποινικού κώδικα, ώστε να γιγαντωθεί από την τύρβη που ακολούθησε τα συγκεκριμένα γεγονότα. Δέχομαι ότι είναι θέμα γούστου να σου αρέσει ή όχι, όμως πόσες σκηνές τα τελευταία χρόνια μπορούν να υπερηφανεύονται για κυκλοφορίες όπως το “De Mysteriis Dom Sathanas”, “In the Nightside Eclipse”, “Anthems to the Welkin at Dusk”, “Filosofem”, “Hvis lyset tar oss”, “A Blaze in the Northern Sky”, “Transilvanian Hunger”, “For all tid”, “Stormblåst”, “Vikingligr veldi”, “Frost”, “Diabolical Fullmoon Mysticism”, “Pure Holocaust”, “Dark Medieval Times”, και “The Shadowthrone.” Άρα τελικά αυτό που τους έκανε σπουδαίους ήταν απλά η ακραία συμπεριφορά που είχαν ή το αστείρευτο μουσικό ταλέντο τους;
Επειδή όμως ξεκίνησα από τη Φλωρεντία, θα επιλέξω να κλείσω με τον ίδιο τρόπο. Σαφώς και δεν μιλάμε για ίδια κλίμακας φαινόμενα, αλλά η σχέση τους είναι παρόμοια με αυτήν του ψιλόβροχου και του κατακλυσμού, έχουν δηλαδή και τα δύο ακριβώς την ίδια γενεσιουργό αιτία, το πάθος για δημιουργία. Γιατί όπως ο Ντα Βίντσι ζωγράφισε την Μόνα Λίζα, ίσως τον πιο αναγνωρίσιμο πίνακα ζωγραφικής, ο Euronymous (φυσικά με την αρωγή και των υπόλοιπων) στα είκοσι πέντε του είχε ήδη δημιουργήσει το νορβηγικό black metal. Πόσοι μπορούμε να υπερηφανευόμαστε για κάτι τέτοιο;