Οι Βραζιλιάνοι βασιλιάδες του Death Metal, Krisiun επιστρέφουν ξανά με την ενδέκατη κυκλοφορία τους, που «ακούει στο όνομα» “Scourge of the Enthroned”. Το συγκρότημα που σχηματίστηκε το 1990 και αποτελείται από το τρίο Kolesne, μας έχει χαρίσει στην σχεδόν τριαντακοταετή του πορεία μερικά εξαιρετικά και εξόχως επιθετικά albums. Μετά το κάπως παράταιρο “Forged In Fury” (με επιείκεια), δείχνουν να γυρίζουν ξανά στον ήχο που μας είχαν μάθει και τους είχαμε αγαπήσει. Το “Scourge of the Enthroned” είναι ένα συμπαγές και πληρέστατο, επιθετικότατο death metal album.
Ας ξεκινήσουμε με το ομότιτλο πρώτο κομμάτι του δίσκου, όπου παίρνουμε το σαφές μήνυμα για την επιστροφής στις ρίζες των Krisiun. Τα τύμπανα του Max δίνουν το παράγγελμα για να ξεκινήσει μία ξέφρενη επίθεση, σαν τον πολιορκητικό κριό που τραντάζει τις πύλες ενός κάστρου, έτσι και τα τύμπανα του Max τραντάζουν για τα καλά τον ακροατή. Από την άλλη η κιθάρα του Moyses, με σκληρό και τεχνικό τρόπο, έρχεται να προσδώσει επιπρόσθετη επιθετικότητα στο κομμάτι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο έτερος αδερφός, Alex, πάει πίσω. Μάλιστα η απόδοση του είναι εκπληκτική τόσο στο μπάσο, που δίνει τον απαιτούμενο όγκο και βάθος στο κομμάτι, αλλά όσο και στα φωνητικά, καθώς δένουν πανέμορφα με όλα τα όργανα, αποδεικνύοντας νωρίς-νωρίς γιατί η θέση τους είναι σε θρόνο, όταν πρόκειται για old school death metal.
Το “Demonic ΙΙΙ” που ακολουθεί, είναι λες και είναι βγαλμένο από το “Conquerors of Armageddon”, καθώς έχει όλη αυτήν την ανίερη και ξηρή ατμόσφαιρα που ακούσαμε στις πρώτες κυκλοφορίες των Krisiun (και ειδικά στο album που ανέφερα). Όμως είναι και το κομμάτι που ενέπνευσε τον Eliran Kanto στην δημιουργία του εξωφύλλου (το οποίο btw είναι φανταστικό). Ο δίσκος συνεχίζεται με το “Devouring Faith”, το οποίο διατηρεί την δομή των προκατόχων του, μέχρι που έρχεται ένα άρρωστο σόλο του Moyses να σπάσει την «ρουτίνα» του. Το “Slay the Prophet” που ακολουθεί δείχνει το πόσο πεπειραμένη είναι οι νοτιαμερικανοί στο σμίλευμα death metal διαμαντιών, αλλά είναι και ένα κομμάτι το οποίο σίγουρα η σύνθεση του έχει γίνει από τα «απόνερα» του “Demonic III”.
Για τη συνέχεια έχουμε το “A Thousand Graves”, το οποίο στο μη μυημένο αυτί μπορεί να ακουστεί ως πολύ σκληρό, αλλά για τους οπαδούς του death metal θα θεωρηθεί αριστούργημα. Αν θέλετε, το συγκεκριμένο κομμάτι μαζί με το “Demonic III”, είναι τα κομμάτια που παίζουν το ρόλο του συνδετικού κρίκου με το ένδοξο παρελθόν τους. Το “Electricide” που παίρνει τη σκυτάλη, είναι ένα κομμάτι που σου ξυπνά σίγουρα πολύ βίαια συναισθήματα, τα οποία κορυφώνονται καθώς φτάνουμε στο προτελευταίο τραγούδι και το “Abysmal Misery (Foretold Destiny)”. Εδώ, η δίκαση κρατάει έναν ρυθμό, σαν να θέλει να δημιουργήσει ένα πέπλο λευκού θορύβου, όμως οι κιθάρες είναι τόσο κρυστάλλινες και ευφάνταστες, που θα τις παρομοίαζα με κάποιο πετυχημένο remake του Hollywood (ένεκα αυτού του ένδοξου παρελθόντος που λέγαμε). Ο δίσκος κλείνει με το “Whirlwind of Immortality”, το οποίο δεν υστερεί σε κάτι, αλλά αδυνατεί να προσφέρει κάτι παραπάνω στο σύνολο του album.
Από την αρχή μέχρι το τέλος, έκαναν για άλλη μια φορά ό,τι ξέρουν καλύτερα, κατασκεύασαν δηλαδή έναν δίσκο αυθεντικού death metal. Για να καταλάβετε το πόσο αξιόλογη κυκλοφορία είναι, θα το παρομοίαζα, με το “Southern Strom”, ναι, είναι τόσο καλό. Ας ελπίσουμε ότι ο αυτός ο δίσκος αποτελεί προπομπό μίας νέας σειράς καλών δίσκων από τους Βραζιλιάνους, καθώς την τελευταία δεκαετία έδειχναν να έχουν χάσει το δρόμο τους. Αν και είναι προτιμήσεις αυτές, θα συνιστούσα στους οπαδούς του είδους να το αποκτήσουν.