Αν και χωρίς ιδιαίτερα μεγάλο κοινό, ο Josef Van Wissem συνεχίζει να επισκέπτεται τη χώρα μας και επιμένει να ξεδιπλώνεται στην κλασική και μινιμαλιστική σκηνή, που τόσο τον εκφράζει. Υποσημείωση: Βρίσκεται σε περιοδεία από τα μέσα Ιανουαρίου, την οποία ολοκληρώνει προς τα τέλη Απριλίου. Έτσι, την Παρασκευή που μας πέρασε ήταν και η δική μου ευκαιρία να τον παρακολουθήσω live. Και ως παίκτη ενός απόλυτα κυριαρχικού οργάνου, να τον απολαύσω.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (περισσότερες εδώ)
Τη βραδιά άνοιξε μία ωραία τύπισσα ως παρουσία, η Elena Malamou, οπότε τα credits μέτρησαν υπέρ της αρχικά. Ψηλή, όμορφη και σικ. Μπαλαντικό χαρακτηρίζεις το ύφος της, να διαθέτει folk και country χροιά. Λιτή κατά τα υπόλοιπα, αφού εκτός από την κιθάρα της και από τη φωνή της, δεν υπήρχε κάτι άλλο. Εγχείρημα δύσκολο, το έχουμε ξαναπεί. Τα “Sound Of Silence” και “Diamonds And Rust”, που επέλεξε για διασκευές όμως, θα ευχόμουν να είναι δικά της τραγούδια. Γιατί όντως έτσι θα ήταν σίγουρη η επιτυχία και η αναγνώριση. Στο “Big Love” δεν κέρδισε το στοίχημα από την άλλη. Εκφραστικά ήταν δυνατή, σωστή η τοποθέτησή της, τεχνικά επίσης ικανή, αλλά όταν η έμπνευση στερείται, η εξέλιξη διχάζεται. Από τα δικά της, ξεχώρισα το “Brian”, κρύβει δυνατότητες.
Μετά το μικρό διάλειμμα και γύρω στις 23:00, ο Josef Van Wissem κάθεται στην υπερυψωμένη καρέκλα του και με τις παρτιτούρες ανάμεσα στα πόδια του και τη θήκη ανοιχτή στα αριστερά του, αρχίζει κατευθείαν να παιδεύει βασανιστικά το χειροποίητο λαούτο του, μέχρι να το κάνει να μιλήσει. Πράγματι μαγευτικός ο ήχος του, η αίσθηση μιας γλυκιάς μονοτονίας και μίας βαθύτερης επανάληψης, που άλλοτε είναι γρηγορότερη, πότε αυστηρή, πότε προς ανακάλυψη και περεταίρω εξερεύνηση, μα πάντα σίγουρη για τη σοβαρότητά της. Η φωνή του αντίστοιχα βαριά με την παρουσία του, πιο πολύ ποιητεύει με μικρές προτάσεις, παρά τραγουδά. Τον προτιμώ ορχηστρικό, η αλήθεια είναι, άσχετα με τη σαφήνεια που αποδίδει τελικά το “do you ever feel like you want to” “…leave”. Από τη συνεχόμενη ροή σκέψεων και λειτουργιών στη συγκεκριμένη κατάσταση.
Ο ίδιος συχνά κρυβόταν πίσω από το 24χορδο όργανο, με σκοπό την προώθησή του. Η διαδικασία μέχρι το “Once More With Feeling”, αργή, μεθοδική και avant – garde. Οι παραλλαγές που μπορεί να πάρει μία μελωδία από το “How You Must Leave” μέχρι το “The Mystery Of Heaven”, σε τρομάζουν. Αφού άγγιξε το ύψιστο σημείο αυτής της εξελικτικής βραδιάς, σηκώθηκε, υποκλίθηκε και έφυγε γλιστρώντας μέσα από τα απαραίτητα φώτα και τους καπνούς. Παγώσαμε. Είχαν περάσει μόλις 45 λεπτά. Σίγουρα διψάγαμε for more. Ξαναβγήκε αμέσως, έπαιξε ένα τελευταίο (“Let Us Come Before His Presence In His Hands Are All The Corners”) και εξαφανίστηκε.