Βράδυ Κυριακής, από αυτά που πολλοί περιμέναμε με ανείπωτη ανυπομονησία! Άλλοι, λόγω 18 χρόνων αναμονής από την τελευταία φορά που οι Hammerfall είχαν επισκεφθεί τη χώρα μας κι άλλοι λόγω αναμονής μιας ζωής ολόκληρης!
Aνταπόκριση: Δημήτρης Κοντορούσης / Φωτογραφίες: Σοφία Κοσμίδου (περισσότερες εδώ)
Τη στιγμή που πέρασα την πόρτα του Fuzz, το ρολόι έδειχνε 20:30 ακριβώς, και επί σκηνής βρίσκονταν οι Ιταλοί Elvenking, οι οποίοι μόλις ξεκινούσαν το setlist τους, υπό τα βλέμματα ενός κατάμεστου Fuzz! Το folk ύφος τους, υπό τη συνοδεία ηλεκτρονικού βιολιού, καθώς και η πιο gothic αμφίεσή τους, δεν ξένισε κανέναν· αντιθέτως ο κόσμος φάνηκε να γνωρίζει τα περισσότερα κομμάτια της μπάντας, καθώς κανείς δεν έχανε την ευκαιρία να κραυγάσει ένα ρεφρέν! Παρότι δεν γνώριζα πολλά για την εν λόγω μπάντα, μπορώ με απόλυτη βεβαιότητα να παραδεχτώ ότι διασκέδασα τόσο, ώστε έφτασα να ανυπομονώ ακόμη περισσότερο για την έλευση των Hammerfall στη σκηνή, μιας και οι Ιταλοί, αποδείχτηκαν η καλύτερη επιλογή για να την προθέρμανση του κοινού!
Ελάχιστα λεπτά μετά τις 22:00, τα φώτα έσβησαν και η στιγμή που όλοι περιμέναμε είχε φτάσει! Οι εισαγωγικές νότε του “Hector’s Hymn” ήχησαν, οι Hammerfall βγήκαν στη σκηνή και ένα δάκρυ δεν κύλησε, αλλά ένα ρίγος νοσταλγίας, διαχύθηκε στο χώρο! “Any Means Necessary”, για τη συνέχεια, και δίχως σταματημό “Renegade”, στο οποίο επικράτησε παράνοια· ατελείωτο sing along, ενώ παράλληλα ένα τεράστιο mosh pit, με διάμετρο λίγο μικρότερη από το μήκος ολόκληρου του Fuzz, άνοιξε και δεν έλεγε να κλείσει! Οι Σουηδοί είχαν έρθει ορεξάτοι και δεν το έκρυψαν ούτε δευτερόλεπτο! Τα solo του Pontus Norgren, δεν σταμάτησαν να γεμίζουν μπουρμπουλήθρες τον αέρα, το ποδοβολητό του νεοαφιχθέντος David Wallin ασταμάτητο, ένας Fredrik Larsson με ένα χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπο, να τραγουδάει κάθε νότα κάθε κομματιού, κι ας βρέθηκε μπροστά σε μικρόφωνο λιγότερες από πέντε φορές και οι δύο πρωταγωνιστές της βραδιάς, Oscar Dronjak και Joacim Cans, με τον πρώτο να αλλάζει τα t-shirt και τις κιθάρες κάθε δύο κομμάτια, με κατάληξη το να μείνει topless κρατώντας την πιο άσχημη από τις 6χορδες, ενώ ο δεύτερος, ασταμάτητος, ομιλητικός και επικοινωνιακός όσο λίγοι και με φωνή η οποία, χωρίς υπερβολές, όχι απλά πλησίαζε, αλλά ίσως υπήρξε καλύτερη και από τους δίσκους!
“Blood Bound”, από το Chapter V, και συνέχεια ανατριχιαστική με τις κομματάρες “Heading the Call” και “Let the Hammer Fall”, στο οποίο ο Cans δεν έχασε την ευκαιρία να παίξει με το κοινό και το sing along στο ρεφρέν. “Live Life Loud”, στο τέλος του οποίου ο Cans αποχωρεί, δίνοντας τη σκυτάλη στην υπόλοιπη μπάντα για ένα “400 Meter Medley”, το οποίο αποτελείται από κομμάτια της μπάντας, σε instrumetal εκδοχές, υπό το ασταμάτητο σολάρισμα του κύριου Pontus! Καθώς η μπάντα έπαιζε, στο βάθος μπορούσε ο καθένας να διακρίνει τον Joacim Cans, ο οποίος τραγουδούσε μόνος του, πάντα χαμογελαστός, κάποιες φορές παίζοντας 2-3 φάλτσες, σίγουρα, νότες με την air guitar του, αναμένοντας τη στιγμή να επιστρέψει στη σκηνή.
Έτσι κι έγινε, ελάχιστα λεπτά αργότερα, και οι πρώτες νότες του “Threshold” ακούστηκαν για να ακολουθήσει το “Last Man Standing”. Παρότι είχα ασχοληθεί λίγο με το τι συνέβαινε στις υπόλοιπες συναυλίες Hammerfall, όσον αφορά το show αλλά και το setlist, η συνέχεια ήταν ανατρεπτική· και όπου δεν ήταν, ήταν απλά ανατριχιαστική! Ο Jacom Cans πλησίασε το μικρόφωνο, έχοντας μία μεγαλεπήβολη δήλωση να κάνει! Όπως μας αποκάλυψε, θα πραγματοποιούσε μία μικρή αλλαγή στη λίστα, κάτι για το οποίο η υπόλοιπη μπάντα δεν είχε ιδέα (άγνωστο, αν ήταν μέρος του show ή όντως μια αναπάντεχη έκπληξη· ό,τι και να ήταν, άξιζε και με το παραπάνω)! Μιας και είχαν περάσει 18 ολόκληρα χρόνια από την τελευταία, και μοναδική, εμφάνισή τους στη χώρα μας, έχοντας κυκλοφορήσει μόνο το “Glory to the Brave”, είχε φτάσει η ώρα να ακουστεί ο ομώνυμος, αυτός, ύμνος, με το ασφυκτικά γεμάτο Fuzz, να μην χάνει ούτε μία λέξη! Παρόλα αυτά, το “Glory to the Brave”, δεν ήταν αυτό που αποτέλεσε την ανατροπή. Χωρίς καμία προειδοποίηση, το “Child of the Damned”, διασκευή από τους Warlord, το οποίο συναντάται, επίσης, στο ντεμπούτο των Σουηδών. Παράνοια, χάος, τρέλα είναι τρεις λέξεις οι οποίες δεν φτάνουν ούτε στο ελάχιστο για να αποτυπώσουν το τι ακολούθησε στον χώρο του Fuzz! Πόσο μάλλον, όταν έμελε να ακολουθήσει το “Hammerfall”, στο οποίο τα πάντα θύμιζαν κάτι μεταξύ εμπόλεμης ζώνης και ενός ατελείωτου πάρτι, τεραστίων διαστάσεων!
Ολιγόλεπτο διάλειμμα, για λίγες ανάσες, και πάλι στη σκηνή, για να μας χαρίσουν λίγα λεπτά ακόμα! “Templars of Steel”, “Bushido” και κλασικός επίλογος με “Hearts on Fire”! Χαιρετούρες, ιπτάμενες πένες, μπαγκέτες και ιδρωμένες πετσέτες και “εις το επανιδείν”!
Πολλοί θα βιαστούν να κράξουν, πολλοί θα το θεωρήσουν παιδιάστικο (οκ, δε λέω, ο μέσος όρος ηλικίας στο live, ήταν 18)· όπως και να έχει, το βράδυ της Κυριακής, ήταν κάτι που προσωπικά περίμενα περίπου μία εικοσαετία (μιας και το 1997, δεν ήμουνα ακριβώς σε ηλικία για να πάω σε live), και μαζί με εμένα, από ότι είδα, το καταευχαριστήθηκε κάθε παρευρισκόμενος! Ας ελπίσουμε να μην χρειαστεί να περιμένουμε άλλα 18 χρόνια για να επιστρέψουν!