Οι Gang Of Four είναι ένα συγκρότημα με ιδιαίτερα επιδραστικό παρελθόν. Αποτέλεσαν μια εκ των μπαντών που πρωτοστάτησε στο post-punk ρεύμα της δεκαετίας του ’70, ωστόσο, το πέρας του χρόνου επέφερε αλλαγές, κυρίως στα μέλη του σχήματος που έχουν αντικατασταθεί πλέον από νεότερα, με εξαίρεση το μοναδικό, σταθερό, Andy Gill.
Ανταπόκριση: Μαρίλη Κουλολιά / Φωτογραφίες: Lina Koshka (περισσότερες εδώ)
Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πως μια τέτοιου είδους αντικατάσταση θα επέφερε σημαντικές αλλαγές στον ήχο, πως το παρελθόν θα συναντούσε το παρόν σ’ένα νέο αρμονικό ή πιο δυναμικό ηχητικό κράμα. Κάτι τέτοιο, ωστόσο δε συνέβη, τουλάχιστον σε αξιοσημείωτο βαθμό. Η ακέραιη τεχνική και η διαιώνιση του είδους που διέκρινε το συγκρότημα είναι αυτή που διαχρονικά σηματοδοτεί τη καλλιτεχνική πορεία του, τόσο στο παρόν όσο και στο παρελθόν. Ο Andy Gill, μετρημένος και σεμνός επί σκηνής δεν επιδόθηκε σε ακραίες εκδηλώσεις, βάση δόθηκε στα ηλεκτρισμένα κιθαριστικά παιξίματά του, που τράνταζαν την ατμόσφαιρα δια μέσω της στιβαρότητας αλλά και της πειθαρχίας με την οποία φέρονταν σε πέρας.
Πολικό άκρο του βιρτουόζου Andy αποτέλεσε ο John Sterry, ο οποίος αεικίνητα περιφερόταν στη σκηνή, οργώνοντας κάθε χιλιοστό της – διατηρώντας, ωστόσο, μια λακωνική στάση. Άλλοτε κοπανιόταν ή ξεσπούσε, δίνοντας ίσως ενίοτε την εντύπωση της σκηνοθετημένης υπερβολής. Ίσως βέβαια και αυτή η αντίφαση κίνησης-ακινησίας, έντασης-ψυχραιμίας να αποτέλεσε εκείνο το σημείο τομής των δύο διαφορετικών κόσμων, που προσέδωσε και το απαραίτητο κίνητρο για την πιο ενεργή βίωση της εν λόγω συναυλίας.
Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσε κανείς να πει πως η συναυλία είχε στραμμένο το “βλέμμα” προς το παρελθόν, με το μεγαλύτερο μέρος των κομματιών που ερμηνεύτηκαν να προέρχονται από τους προγενέστερους δίσκους. Αυτό, φυσικά, δεν είναι αρνητικό, καθώς κι από την ανταπόκριση του (σχετικά περιορισμένου) κοινού κατέστη φανερό πώς η αναβίωση του παρελθοντικού μεγαλείου ήταν ο απώτερος στόχος. Κορυφώσεις της βραδιάς αποτέλεσαν αδιαμφισβήτητα κομμάτια όπως τα “Anthrax”, “Damaged Goods” κι “At Home He’s A Tourist”, όπου ο κόσμος κινητοποιήθηκε, χόρεψε και διαλύθηκαν τα… “πηγαδάκια”.
Στο σύνολό της κάνουμε λόγο για μια συναυλία ικανοποιητική ποιοτικά. Οι εκτελέσεις ήταν άρτιες κι απολαυστικές – ο χρόνος έφυγε “νερό” και η μία ώρα και το ένα τέταρτο που αποτέλεσε τη συνολική διάρκεια της παραμονής του συγκροτήματος επί σκηνής, φάνταζε σα μια στιγμιαία έκλαμψη του παρελθόντος -που όσο γρήγορα βιώθηκε τόσο γρήγορα χάθηκε- αφήνοντας σε με την ανάμνηση μιας όμορφης βραδιάς, ίσως λίγο μελαγχολικής, γιατί ήλπιζες για κάτι παραπάνω…