Δύσκολη επιλογή το βράδυ του Σαββάτου για τον αθηναίο ροκ συναυλιόφιλο: από τη μία το double bill των Gallon Drunk με τους Baby Guru, αλλού οι A Place To Bury Strangers, παραδίπλα οι The Ex. Κοινό γνώρισμα αυτών των μουσικών σχημάτων είναι ότι χρησιμοποιούν πολύ τον θόρυβο σαν εκφραστικό τους μέσο. Το αναμενόμενο πρόβλημα, δεδομένου και του περιορισμένου κοινού στο οποίο απευθύνεται η δύσκολη αυτή «τέχνη του θορύβου», ήταν η διασπορά του κοινού η οποία σίγουρα συνετέλεσε στην χαμηλή προσέλευση στο Gagarin, καθώς δεν πρέπει να ξεπέρασε τα 200-250 άτομα. Κι αυτό είναι πρόβλημα γιατί το βρώμικο rock ‘n’ roll των Gallon Drunk μοιάζει να απαιτεί μια ζεστή ατμόσφαιρα ώστε να λειτουργήσει. Σίγουρα σε ένα μικρότερο χώρο η ατμόσφαιρα και η πολυπόθητη επικοινωνία κοινού και καλλιτέχνη θα ήταν επιτυχέστερη.
Ανταπόκριση: Κυριάκος Ρωμηός
Φωτογραφίες: Karla Trainer
Σε ένα παγωμένο Gagarin λοιπόν, οι αθηναίοι Baby Guru ανέβηκαν στη σκηνή κατά τις 22:30 και το σετ τους κράτησε κάτι λιγότερο από μια ώρα. Το πρώτο τους άλμπουμ ήταν πολύ ελπιδοφόρο και αν κρίνουμε από ότι ακούσαμε το Σάββατο και το δεύτερο τους που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό πρέπει να είναι ακόμα ένα βήμα μπροστά. Οι επιρροές της μπάντας πολλές: από το kraut rock με τα επαναλαμβανόμενα ρυθμικά μοτίβα, την synth pop α λα Stereolab, την ψυχεδέλεια, την ορμή του garage αλλά και την διάχυτη αγάπη για τα 80s. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στην εκτέλεση του Purple Rain του Prince, στα φωνητικά που έχουν έντονα το άρωμα του Peter Murphy και του Gary Numan και στην χρήση των synth ως lead όργανο αντί της κιθάρας. Το δέσιμο της μπάντας ήταν σε πολύ καλό επίπεδο καθώς μπάσο και τύμπανα προσέφεραν την στερεή βάση πάνω στην οποία έχτισαν τα synth, ενώ τα γυναικεία φωνητικά προσπαθούσαν να εξισορροπήσουν τις ορμητικές απαγγελίες του κυρίως ερμηνευτή (Prins Obi), δίνοντας ένα ζεστό και μελωδικό χρώμα στον ήχο τους. Την προσοχή του κοινού την είχαν, ιδιαίτερα όταν επένδυαν στην ψυχεδέλεια και όταν τα synth κοιτούσαν προς electronica μεριά παρά προς το κλασικό παίξιμο πλήκτρων. Κι αυτό γιατί αναδείκνυαν ωραία τις δυναμικές του ήχου τους και άφηναν το κοινό να ταξιδέψει μέσα σε αυτές. Όποτε όμως αυτό το μοτίβο έσπαγε είτε με απότομη αλλαγή ρυθμικού μοτίβου είτε με την βίαιη εμφάνιση των φωνητικών, η επικοινωνία μεταξύ μπάντας και κοινού χώλαινε και το πράγμα κάπου δεν λειτουργούσε. Συμπέρασμα: πολύ ενδιαφέρον αυτό που (πάνε να) κάνουν οι Baby Guru. Στέκονται με αυτοπεποίθηση στη σκηνή και όσο περνάει ο καιρός και οι επιρροές τους θα τους καθορίζουν λιγότερο, τόσο θα ξεκαθαρίσει κι άλλο η ηχητική τους ταυτότητα. Θα προσπαθήσουμε να τους ξαναδούμε καθώς και να ακούσουμε το νέο τους άλμπουμ.
Λίγο πριν τις δώδεκα ανέβηκαν οι λονδρέζοι Gallon Drunk στην σκηνή και ο frontman τους James Johnston πραγματικά αφιονισμένος προσπάθησε να ζεστάνει το Gagarin με την σκηνική του παρουσία. Η μπάντα αυτή ξεπηδάει από την εποχή των Birthday Party, των Gun Club και των Dr Feelgood. Βρώμικο blues rock με μία σκοτεινή ψυχεδέλεια rock ‘n’ roll θορύβου, κυρίως σε mid tempo ρυθμούς με κάποιες αραιές γρήγορες στιγμές και μία δόση από αφρικάνικα ρυθμικά μοτίβα στα τύμπανα. Πολύ καλοί μουσικοί όλοι τους (ιδιαίτερα ο άψογος drummer Ian White) με το σαξόφωνο, τα πλήκτρα και τις μαράκες να νοστιμεύουν και να εμπλουτίζουν τον ήχο τους. Φάνηκαν να απολαμβάνουν πολύ την παρουσία τους στην σκηνή καθώς όλοι τους, και ιδιαίτερα ο Johnston, ήταν πολύ κινητικοί και ειλικρινείς σε σχέση με την μουσική τους. Έμειναν εκεί λίγο παραπάνω από μία ώρα (μαζί με το σύντομο encore) και παρόλο που το κοινό ήθελε κι άλλο και το ζήτησε, δεν επέστρεψαν. Δυνατότερες στιγμές του live ήταν όταν άφηναν τον blues εαυτό τους ελεύθερο καθώς και όταν περίπου τρία λεπτά εκκωφαντικού αυτοσχεδιαστικού θορύβου δόνησαν το Gagarin και μας πήραν τα αυτιά. Όμως δυστυχώς, ο λίγος κόσμος και η κρύα ατμόσφαιρα δεν βοήθησαν ώστε να απογειωθεί πραγματικά η συναυλία και να συμπαρασύρει πλήρως το κοινό, κάτι που αχνοφάνηκε και στις αντιδράσεις του Johnston. Ο οποίος παρεμπιπτόντως, είναι ιδιαίτερη περίπτωση: με λουκ βγαλμένο από τους Bad Seeds (στους οποίους έπαιζε και κάτι φεγγάρια) έβγαλε έναν παλαβό, σκοτεινό και λίγο sleazy εαυτό στην σκηνή ενώ ο τρόπος που τραγουδούσε μας θύμισε την cool ηδυπάθεια του Mark Arm (Mudhoney).
Τελικά, παρόλο που οι μπάντες απέδωσαν σε υψηλό επίπεδο, μάλλον ήταν μία χαμένη ευκαιρία το live του Σαββάτου: όσο ενοχλητική μπορεί να γίνει μία συναυλία με υπερβολικά πολύ κόσμο και ζέστη (ρωτήστε αυτούς που πήγαν στον Morrissey το καλοκαίρι), τόσο αποθαρρυντική μπορεί να είναι μία συναυλία με λίγο κόσμο σε μεγάλο σχετικά χώρο. Την επόμενη φορά ελπίζουμε σε καλύτερη συνεννόηση των διοργανωτών μεταξύ τους, ώστε να περάσουμε όλοι μας καλύτερα.
Powered by Cincopa Media Platform for your website and Cincopa MediaSend for file transfer.