Κάποιοι που δεν περιλαμβάνονται στους «θιασώτες» του ακραίου – και δη Νορβηγικού – metal, ίσως να μην είχα καταλάβει την σπουδαιότητα του συγκεκριμένου live. Όσοι από αυτούς είχαν την μοναδική τύχη να τους παρακολουθήσουν ζωντανά, το εμπέδωσαν για τα καλά, οι υπόλοιποι έχασαν απλά μία σπουδαία συναυλία, που ακόμα και όταν όποτε επιστρέψουν στην χώρα μας οι Enslaved, αυτή η πρώτη αίσθηση, δύσκολα θα ξεπεραστεί.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξιφαράς / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Πριν τα «πούμε» για τα επί σκηνής πεπραγμένα των Νορβηγών θρύλων, έχουμε μία σημαντική ενδιάμεση στάση, τους Lucifer’s Child. Υπάρχουν δύο σημαντικοί παράμετροι που πρέπει να λάβει κάποιος υπόψιν του όταν προσεγγίζει την απόδοση του συγκροτήματος: αρχικά δεν γίνεται να προσπεράσεις το γεγονός ότι ήταν μόλις το πρώτο τους live επί Αθηναϊκού εδάφους, όμως δεν γίνεται να μην συνυπολογίσεις το line up τους. Και εξηγούμαι: αν κρίνεις την εμφάνιση τους ως μίας πρωτοεμφανιζόμενης μπάντας, τότε ναι, η μόνη λέξη που τους περιγράφει είναι εξαιρετικοί, αν όμως σκεφτείς το ποιους περιλαμβάνει το συγκεκριμένο σχήμα και τα «συναυλιακά χιλιόμετρα» που κουβαλάνε στην πλάτη τους, τότε είναι πολύ μακριά από το ταβάνι τους.
Θυμάμαι όταν άκουγα όταν το “The Order” ο ενθουσιασμός που με είχε καταβάλει για τον δίσκο ήταν αρκετά έντονος και αδημονούσα να τον ακούσω ζωντανά. Ο ήχος της μπάντας ήταν εξαιρετικός από την αρχή μέχρι το τέλος, γεγονός που βοήθησε τα μέγιστα την μπάντα να αποδώσει την ατμόσφαιρα του album, κάτι το οποίο έχει αποδειχθεί εξαιρετικά challenging για πολλά groups του είδους. Σε κομμάτια όπως το ομότιτλο (“The Order”) και το “El dragón” έγινε ο κακός χαμός, καθώς το κοινό μπήκε για τα καλά το «παιγνίδι». Ένα από τα τραγούδια που είχα ξεχωρίσει και περίμενα να δω με αρκετό ενδιαφέρον να δω την ζωντανή του ερμηνεία, ήταν το “Haraya”. Πρόκειται για ένα κομμάτι με πολύ ζωντανή – και ζοφερή – ατμόσφαιρα, αρκετά πλούσιο ηχητικά και με πολύπλοκες συνθέσεις, έτσι το θεωρούσα ένα σημαντικό crash test στο μυαλό μου, στο οποίο και αρίστευσαν.
Όμως όλα αυτά δεν πρέπει να μας προξενούν έκπληξη για τους Lucifer’s Child αφού έχουν αποδείξει, δισκογραφικά κυρίως, ότι πρόκειται για μία μπάντα από το πάνω ράφι της σκηνής μας. Κρίνοντας του λοιπόν υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ ότι με κάθε τους εμφάνιση θα γιγαντώνονται και πολύ σύντομα θα πάψουν να θεωρούνται η μπάντα του κιθαρίστα των Rotting Christ, καθώς είναι άδικο για την μουσική τους αφού ως ήχος δεν έχουν και πάρα πολύ μεγάλη σχέση. Μιας και το έθιξα το τελευταίο, νομίζω ότι και τα υπόλοιπα μέλη καλό θα ήταν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του κιθαρίστα τους και να αφοσιωθούν ψυχή και σώμα στην μπάντα, αν θέλουν να καταξιωθούν στους πολύ μεγάλους της σκηνής. Ναι, για τόσο ψηλά τους έχω και όσοι τους σνόμπαραν εκείνο το βράδυ, δεν θα αργήσει η στιγμή που χτυπάνε το κεφάλι τους στον τοίχο.
Είμαι τυχερός και στην ζωή μου έχω δει από κοντά τους Mayhem, τους Dimmu Borgir, τους Satyricon, τον Abbath, τους Arcturus και γενικά έχω πολύ καλή σχέση με το Νορβηγικό black metal. Σε όλα αυτά τα χρόνια που ακούω και παρακολουθώ την σκηνή, επιτρέψτε μου να σας πω ότι καλύτερη live εμφάνιση από αυτήν των Enslaved δεν έχω δει. Τους Mayhem τους είχαμε δει χωρίς Euronymous (σαν βλέπεις Metallica χωρίς Hetfield δηλαδή), από τους Dimmu Borgir έχει περάσει καμιά δεκαετία, οπότε τον τότε νεανικό μου ενθουσιασμό δεν τον παίρνω και πολύ σοβαρά. Αγαπημένη καλλιτεχνάρα ο Satyr και αγαπημένος ψυχοπαθής ο Frost, αλλά όχι σαν το show των Enslaved. Εν ολίγοις προσπαθώ να σας αποδείξω ότι δεν το λέω τυχαία ή χωρίς σκέψη, αλλά ειλικρινά (έχω και μάρτυρες) από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό μονολογούσα: «Μ@λ@κα, πόσο τυχεροί είμαστε που το βλέπουμε;».
Τα φώτα χαμηλώνουν εκ νέου, o Iver Sandøy κάθεται πίσω από το drum kit και ο Βενιαμίν του σχήματος, Håkon Vinje αρχίζει να παίζει στα πλήκτρα μία απαλή εισαγωγή. Λίγες στιγμές αργότερα, εμφανίζονται και οι υπόλοιποι Enslaved, οι οποίοι σαν αλλοτινοί Vikings καταλαμβάνουν την σκηνή υπό τους ήχους του “Ethica Odini”. Οι πρώτες εντυπώσεις, ο ήχος ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΣ, ίσως καλύτερος και από το studio, ανατριχίλα σε κάθε νότα, ανακούφιση που σβήνονται πλέον και αυτοί από το τεφτέρι «Μπάντες που πρέπει/θέλω να δω live» και μία απίστευτη ενέργεια που συνέδεε το κοινό με το συγκρότημα. Η συνέχεια δόθηκε με κομμάτι μέσα από το “Riittiir” και συγκεκριμένα το “Roots of the Mountain”. Σε αυτό το τραγούδι, άργησα λίγο είναι η αλήθεια, συνειδητοποίησα και πόσο ωραία (θα αποφύγω μία ακόμα υπερβολή και δεν θα πω μαγικά) ήταν τα καθαρά φωνητικά του Håkon.
Με κάθε δίσκο να έχει την δική του εκπροσώπηση στο set, μετά από περίπου 45 λεπτά, πήγαμε και στους πρώτους δίσκους. Η πρώτη μας επαφή με τις αρχικές δουλειές του συγκροτήματος, έφερε τα πρώτα πόδια στον αέρα, το άνοιγμα των πρώτων pits και γενικά μία όμορφη, χαοτική, συναυλιακή κατάσταση. Το “Loke” ήταν και μία πρώτη τάξεως ευκαιρία να παρατηρήσω και λίγο καλύτερα τις παλιές καραβάνες του συγκροτήματος, τον Grutle Kjellson και Ivar Bjørnson, οι οποίοι έδιναν το δικό τους ξεχωριστό ρεσιτάλ στο σανίδι. Άλλωστε, δεν είναι δα και μικρό πράγμα, ένα ολόκληρο venue, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την χώρα σου, να τραγουδάει αυτά που έγραψες πριν από 25 ολόκληρα χρόνια.
Οι Νορβηγοί που είχαν φέρει μαζί τους όλη την πραμάτεια τους, έδωσαν ένα μάθημα πως πρέπει να παίζονται τα live σε μέρη που έχεις χρόνια να πας και πολύ περισσότερο σε αυτά που πηγαίνεις πρώτη φορά. Έπαιξαν με την ίδια αμείωτη όρεξη για δύο ώρες, ερμηνεύοντας ένα setlist που θα άγγιζε και τον τελευταίο που είχε πληρώσει εισιτήριο για να παραβρεθεί (έπαιξαν μέχρι και το “Fenris” για να καταλάβετε). Όταν ολοκληρώθηκε το live, το feeling που εισέπραττα από όσους ήταν γύρο μου, ήταν η επιβεβαίωση μίας πολύ μεγάλης προσμονής και δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα, μία μπάντα να σου εκπληρώνει τις προσδοκίες 28 ολόκληρων χρόνων.