Δεν είναι από τη Σουηδία, δεν είναι Αμερικάνοι, είναι από την Ελλάδα. Οι φανατικοί της σχολής του Γκέτεμποργκ μπορούν να πουν ότι βρήκαν άξιους αποφοίτους της ανάμεσα στα παιδιά που γεμίζουν τις μικρές σκηνές του χειμώνα και παίζουν στο καταμεσήμερο στα φανταχτερά fests του καλοκαιριού, αυτά τα λίγα τέλος πάντων που απέμειναν…
Οι Endsight μου έγιναν γνωστοί από την εμφάνισή τους στο Rockwave και, ευτυχώς, είχα την τύχη να δω και την εμφάνισή τους στο New Long Fest. Η μίξη του μελωδικού death με το metalcore είναι η καλύτερη περιγραφή που μπορεί να δώσει κανείς στη συγκεκριμένη μπάντα. Το καλό με κάποια από τα εγχώρια σχήματα είναι ότι συνθέτουν επιλέγοντας τις επιρροές τους από είδη που τα μέλη τους αγαπούν, με αποτέλεσμα αρκετές, αν μη τι άλλο, “καλά διαβασμένες” κυκλοφορίες. Τι γίνεται όμως όταν το “καλά διαβασμένο” ωριμάζει και μετατρέπεται σε έναν πολύ καλό δίσκο; Εδώ σε θέλω και εδώ είναι αυτό που ξεχωρίζει μία μπάντα που παίζει καλά από αυτήν που δημιουργεί κιόλας.
Δεν δημιουργούν κάτι νέο αλλά κάτι ωραίο τσιμπολογώντας κάτι από τη Σουηδία των 90s, την ώρα που η Αμερική κοιμόταν στα εκατομμύρια δολάρια του Grunge και του Nu Metal αλλά και από την metalcore σκηνή της Αμερικής, την ώρα που η Ευρώπη -ακόμη- κοιμάται όρθια, κατά την ταπεινή μου γνώμη. Μέσα στο studio, αξίζει να αναφέρουμε την συνεισφορά σε ηχογραφήσεις, μίξη και mastering από ιερά τέρατα της εγχώριας σκηνής όπως οι Fotis Bernardo (Septic Flesh), Σάκης Τόλης (Rotting Christ) αλλά και του νέου συνοδοιπόρου του Σάκη, Γιώργου Εμμανουήλ.
Με έναν τραγουδιστή που ξέρει τι πρέπει να κάνει με τη φωνή του και το κιθαριστικό δίδυμο να παίζει ανάμεσα σε μελωδίες και επαναλαμβανόμενα riffs, οι Endsight δημιουργούν 9 κομμάτια με συνοχή, συνέχεια, συνέπεια και χαρακτήρα. Γεμισμένα με οργή κατά πάντων. Το album βρωμάει από οργή αλλά και επαγγελματισμό, χωρίς απαραίτητα να έχει τον καλογυαλισμένο ήχο που περιμένεις από μία μπάντα που παίζει σύγχρονο metal. Η οσμή που αναδίδει το “A Vicious Circle” είναι σίγουρα κάτι δυναμικό και σε καμία περίπτωση “μοδάτο”, με έναν έντονο σεβασμό σε μπάντες άρχοντες του μελωδικού death, με το “House Of Violence” να θυμίζει αρκετά τους Dissection που αγαπήσαμε για πρώτη φορά στο “Storm Of The Light’s Bane”. Το “The Dive” ξεχωρίζει από τα στακάτα, γρήγορα κομμάτια του δίσκου, για τη μαυρίλα, την ατμόσφαιρα και το κρύο που φέρνει, ακόμη και καταμεσής του Αυγούστου που γράφονται αυτές οι γραμμές.
Όπως είπε και ο frontman τους στη Νέα Μάκρη, “Έχουν κάτι ρε να ζηλέψουν οι δικές μας οι μπάντες από τις ξένες; Εεεε;”. Ο δίσκος αποτελεί αδιάψευστο τεκμήριο της ρητορικής αυτής ερώτησης…
[stextbox id=”black”]
Συνοψίζοντας…!
The Good: Ναι, άδικα σκοτώνομαι να στα πω τόση ώρα;
The Bad: Όχι, no, nein, нет
Βαθμολογία: 4,5 / 5
[/stextbox]