Το έχω πει αρκετές φορές σε μουσικές συναθροίσεις οτι οι Deep Purple σταμάτησαν κατά την άποψή μου την εποχή του ”The Battle Rages On” όταν και αποχώρησε απο την μπάντα ο τεράστιος Ritchie Blackmore. Απο εκεί και πέρα όλες οι επόμενες δισκογραφικές δουλειές τους είναι καθαρά πειραματικά album απο τα οποία τα μόνο που θυμόμαστε είναι ένα με το ζόρι δύο κομμάτια.
Η αναμονη του 19ου studio album ,το οποίο ηχογραφήθηκε στο Nashville σε παραγωγή του Bob Ezrin (Pink Floyd’s The Wall, Alice Cooper κλπ ) , με την πλειάδα των δημοσιευμάτων προ της κυκλοφορίας του (τα οποία αγγίζανε και τα όρια των διθυράμβων), με είχε κάνει να πιστέψω οτι αυτή την φορά θα ακούσουμε ενα καθαρό Deep Purple album με όλη αυτή την ενέργεια και τι εμπνεύσεις που μας έχει συνηθήσει η μώβ οικογένεια . Ειδικότερα όταν και στο εξώφυλλο του δίσκου σε ειδικό sticker αναγραφέται το λογότυπο ”Perfect Strangers meets Made In Japan ”.
Παρόλα αυτά και μετά απο συνολικά 3 ακροάσεις του album διαπίστωσα οτι η παρέα απο την Αγγλία το μόνο που έκανε ήταν να προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα album με στοιχεία απο τις ήδη αναγνωρισμένες περιόδους τους και για να γίνω πιο συγκεκριμένος πάμε να αναλύσουμε ένα προς ένα όλα τα κομμάτια της special edition του δίσκου.
Το “Simple Song” αποτελεί το πρώτο κομμάτι του album (με ενα εισαγωγικό blues ύφος) απο την αρχή του οποίου καταλαβαίνεις οτι τα έντονα πλήκτρα του hammond του Don Airey θα δεσπόσουν καθόλη την διάρκεια του. Τα φωνητικά του Gillan δένουν αρμονικά στο ύφος του κομματιού σε χαμηλό τόνο και με τα δεύτερα (φωνητικά) απαραίτητα ,καθόσον απο τις πρώτες νότες διαπιστώνει κάποιος ότι η φωνή αυτή δεν μπορεί πλέον να αποδώσει στα επίπεδα που την έχουμε συνηθήσει.
Η συνέχεια ανήκει στο επιβλητικό ”Weirdistan” (κατά τις δηλώσεις του Roger Glover η καλύτερη στιγμή του album), όχι όμως το κάτι ιδιαίτερο με την απουσία τόσο της έμπνευσης στις κιθάρες όσο και των δυνατών φωνητικών. Την παρτίδα στο κομμάτι την σώζουν τα άψογα για μια ακόμα φορά πλήκτρα του Don Airey.
Από εδώ και πέρα ξεκινάνε οι αναδρομές τις μπάντας σε γνώριμους ήχους, με το ”Out of Hand” (το πρώτο κομμάτι που συναντάμε solo κιθάρα απο τον Morse) βγαλμένο απο την περίοδο των 80s με τα κιθαριστικά riffs να σε παραπέμπουν σε εποχές Perfect Strangers και με την φωνή όμως του Gillan να εξακολουθεί να αποφεύγει επιμελώς τις δυνατές στιγμές.
Το Hell to Pay, αποτελεί και το πρώτο rock n’ roll κομμάτι του δίσκου , θυμίζοντας σε πολλά σημεία αρκετά το Kentuky Woman περιόδου Rod Evans , με τα πλήκτρα να κυριαρχούν, τα solos κιθάρας να έρχονται σε δεύτερη μοίρα και τα φωνητικά του Gillan να επιβεβαιώνουν για μια ακόμα φορά οτι δεν μπορεί να ακολουθήσει πλέον τέτοιους ρυθμούς παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες του.
Στο “Body Line” έχουμε να κάνουμε με την funky στιγμή του δίσκου, με έντονες παραπομπές στο “Rapture Of The Deep” και με ένα groovy κιθαριστικό solo, ενώ στο “Above and Beyond” η εισαγωγή του θα σας ξυπνήσει εποχές των solos album του Jon Lord (“Picture Within”, “Sarabande”) οι οποίες περιορίζονται μόνο στο ύφος και όχι στην έμπνευση.
Η πιο χαρακτηριστική μπαλάντα του album είναι ”Το Blood From A Stone” με τα πλήκτρα εδώ όμως βγαλμένα απο τις εποχές που μεσουρανούσαν οι The Doors, με τις ενδιάμεσες κιθαριστικές εξάρσεις του Steve Morse να θυμίζουν σε αρκετά σημεία εποχές Αbandon (“Fingers To The Bone”). Βέβαια απο το κομμάτι δεν απουσιάζουν και τα proggresive στοιχεια τα οποία κυμαίνονται κατα πολύ στο ύφος των Uriah Heep των 70’s.
Tο “Uncommon Man” (ένα ακόμα πειραματικό κομμάτι με τα φωνητικά αρκετά πολύ πίσω από τα υπόλοιπα όργανα) και το “It’ll Be Me” (το δεύτερο rock n’ roll τραγούδι του δίσκου), περνούν απο το αυτί του ακροατή αδιάφορα, ενώ στο slow ”All the Time in the World” το solo κιθάρας αγγίζει για λίγα δευτερόλεπτα αυτό του ” Sometimes I Feel Like Screaming”. Το “Vincent Price” είναι θα λέγαμε το σκοτεινό κομμάτι του album χωρίς όμως και αυτό με τη σειρά του να αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο.
Η highlight στιγμή του δίσκου η οποία αποδεικνύει για ποιο λόγο η μπάντα είναι ακόμα στο προσκήνιο είναι αυτή του ”Apres Vous”. Ενα κομμάτι βγαλμένο απο τα 70’s με μελωδικά-δυνατά keyboards, και με ένα solo κιθάρας το οποίο θα ήταν καλύτερο να απουσίαζε καθόσον δεν ταιριάζει με την υπόλοιπη σύνθεση.
Συνοψίζοντας θα έλεγε κάποιος ”Μα καλά όλα τα κομμάτια κάτι θυμίζουν, τίποτα καινούριο”; Ακριβώς τίποτα καινούριο απλά το ”Now What” είναι λιγότερο πειραματικό από ότι τα προηγούμενα με τον Steve Morse ,τον οποίο το χαρκτηρίζω ικανότατο κιθαρίστα. Όμως θεωρώ οτι δεν διακατέχεται από εκείνο το επίπεδο κιθαριστικής έμπνευσης που αρμόζει για μπάντες αυτού του βεληνεκούς.
Πραγματικά δεν ξέρω τι μας επιφυλάσσει το μέλλον από την μωβ οικογένεια αλλά μια συνέχεια αυτού του στυλ πιο πολύ αμαυρώνει την ήδη ένδοξη ιστορία της μπάντας παρα την επεκτείνει .
Ισως χρειαστεί και άλλος χρόνος στα μέλη της για να εμπεδώσουν ότι το κενό που άφησε ο Ritchie Blackmore είναι τεράστιο, εκτός και αν έχουν αποφασίσει να συνεχίζουν να κυκλοφορούν αδιάφορα album υπό την σημαία του πειρασματισμού. Μην ξεχνάμε οτι ήδη μετρούν και την απούσια ενός ακόμα μέλους, του Jon Lord, προσθέτοντας ένα ακόμα δυσαναπλήρωτο κενό το οποίο που δύσκολα θα καλυφθεί παρόλες τις αναγνωρισμένες, στο βάθος των χρόνων, μουσικές ικανότητες – εμπνεύσεις του Don Airey.
Προσθέστε στα παραπάνω την αδύναμη πλέον φωνή του Gillan, η οποία δεν θυμίζει σε τίποτα εκείνη έστω των 90’s και θα διαπιστώσετε ότι τo ”Τhe Battle Rages Οn” ΄ήταν και τολμώ να πω θα είναι οτι καλύτερο μας έδωσαν οι Deep Purple τα τελευταία 20 χρόνια.
[stextbox id=”black”]
Συνοψίζοντας…!
The Good: Οι μουσικές ικανότητες – εμπνεύσεις του Don Airey.
The Bad: Η αδύναμη φωνή του Ian Gillan , η έλλειψη έμπνευσης σε όλα τα κομμάτια.
Βαθμολογία: 3 / 5 (μόνο και μόνο για την ιστορία της μπάντας)
[/stextbox]