Μπορεί το βινύλιο να είναι ξεχασμένο σε κάποια αποθήκη εταιρείας ταχυμεταφορών ή να μου έχει σταλεί με snail mail (στην κυριολεξία). Το σίγουρο είναι ότι ακόμα δεν έχει ακουμπήσει η βελόνα πάνω στο αναμενόμενο 12άρι. Ευτυχώς βρέθηκε άγιος άνθρωπος να μοιραστεί σε flac τον ακόλουθο του “Roads to Judah”.
Μετά το εξώφυλλο με τις σαφέστατες αναφορές σε Μινωικό πολιτισμό και την τέχνη της τότε τοιχογραφίας, έρχεται το λιτό ροζ εξώφυλλο με τον τίτλο “Sunbather” να γεμίζει συμμετρικά και να απομακρύνει στερεότυπα περί μόνο μαύρου εξώφυλλου σε black (όχι τόσο) metal δίσκου.
Με το έμπα όμως του “Dreamhouse” τα blasting και τα σκισμένα φωνητικά σε φέρνουν στα ίσα σου. Μη γελιέσαι. Έχεις να κάνεις με black metal εδώ. Λίγο πιο καλογυαλισμένο αλλά με φόρμες post rock εξέλιξης. Οι κιθάρες με μελωδικές γραμμές ακολουθούνται από riffs οδοστρωτήρες. Με ένα καθαρό piano τραγούδι ονόματι“Irresistable” οι Deafheaven ηρεμούν και καταλαγιάζουν. Κάτι σαν το απαλό αεράκι που προετοιμάζει την καταιγίδα.
Το ομότιτλο “Sunbather” άρχεται με τον Clarke να περιγράφει την διαδρομή ανάμεσα σε συναισθήματα προσβεβλημένα από πλούτο και απληστία. Μπορεί και μία χαμένη αγάπη και το σκοτάδι που κυρίευσε τον πληγωμένο. Το “Sunbather”, το 2ο από τα τέσσερα μεγάλα σε διάρκεια τραγούδια του δίσκου δίνει την ξεκάθαρη εικόνα του τι ακριβώς έχει προσφέρει το συγκρότημα αυτό, το γιατί έχει γίνει αυτός ο ντόρος για το όνομα τους. Μία σύνθεση με το τρομερό αυτό πέρασμα που σου σπάει τον λαιμό. Post rock-post black-black metal.
Το “Please Remember” κινείταισταόριατουnoise. Η καθαρή κιθάρα φέρνει μια ηρεμία στο απαίδευτο αυτί μετά το ψυχοβγαλτικό εφέ. Ο δίσκος έχει αρχίσει και ηρεμεί όπως και γίνονται πιο ευδιάκριτες οι μελωδικές συνθέσεις στηριγμένες στην σύντομη ανάλυση της κιθάρας. Τα ρυθμικά μέρη δεν ξεχωρίζουν, από τις βασικές διαφορές που ξεχώρισα εν συγκρίσει με τον δίσκο του 2011. Έτσι σου δίνει να καταλάβεις στην συνέχεια το “Vertigo”. Όπου μετά από ένα μίνι πέρασμα/solo με shredding και καρδούλες να βγαίνουν από την εξάχορδη γυρίζει τούμπα το δωμάτιο και σε κολλάει στον τοίχο. Άμα δηλαδή έπρεπε να ψηφιστεί το «σημείο» του δίσκου, μόλις βρήκα τι θα σταύρωνα.
Στo instrumental “Windows” επανήρθε το piano αυτή την φορά άκρα μινιμαλιστικό να το καλύπτει μια τελετουργία, μια προσπάθεια προσηλυτισμού. Η απειλή ενός άσφαιρου όπλου. Ενός ξεχασμένου και γεμάτου μυθοπλασίες Βιβλ(ί)ου.
Τα τελευταία 10 λεπτά του δίσκου τιτλοφορούνται “The Pecan Tree”. Ένα χρωματικό riff να μου θυμίζει Νορβηγία. Ένα καθαρό ιντερλούδιο με πιο απλή με delay ανάπτυξη. Μίακραυγή.
I am my father’s son…I am no one…I cannot love…It’s in my blood.
Το “Sunbather”, παρόλο την μαυρίλα που σου βγάζει κατά την ανάλυση των στίχων, έρχεται σε σύγχυση με την ευδιάθετη και πιο ήπια post κιθάρα. Μπορεί και για αυτό να είναι λιγότερο απεχθές και να αναγνωρίζεται από μεγαλύτερο εύρος ακροατών διαφόρων μουσικών καταβολών.
[stextbox id=”black”]
Συνοψίζοντας…!
The Good: Συνεχίζουμε να πορευόμαστε στους “Roads to Judah”.
The Bad: Στο ζύγι το shoegaze υπερτερεί του black.
Βαθμολογία: 3.5 / 5
[/stextbox]