Η συνύπαρξη μαζικών ηχητικών περιπτύξεων, συνδυαζόμενων με τα απολύτως απαραίτητα αλλά παράλληλα εξεζητημένα υλικά στοιχεία, αποτελεί την αρχή μιας δημιουργίας, μιας πορείας, μιας εκλεπτυσμένα διαμορφωμένης μουσικής μορφής που αποδίδεται με έναν τρομακτικά άρτια κατασκευασμένο τρόπο, μια μέθοδο φάντασμα για τα δεδομένα που έχουμε συνηθίσει στη σκηνή της πρωτεύουσας. Ο λόγος για τους Ciggy Kiss, ένα band το οποίο διαφέρει όχι μόνο ως προς το αποτέλεσμα κάθε προσπάθειας της να σαγηνεύει λίγο παραπάνω αλλά και ως προς την φιλοσοφία του, ως προς το σκεπτικό, πως ο βασικός στόχος είναι να αγγίξει τα διαχρονικά είδωλα, με βάσεις υλοποιημένες από ασήμι, καθώς τη πηγαία λάμψη που εκπέμπεται είναι αναμφίβολα αδύνατο να παραβλέψουμε.
Οι Ciggy Kiss, μπορεί να μη μετρούν αρκετό καιρό στο ενεργητικό τους, ωστόσο μετρούν διακρίσεις και καλές κριτικές για οποιαδήποτε live εμφάνιση τους, η οποία διχάζει συναισθηματικά, παραλύοντας αιφνιδιαστικά όλους εμάς που τολμάμε να κοιτάξουμε κατάματα μια περίεργη μουσική μορφή. Ίσως μια από τις σημαντικότερες στιγμές ήταν η ανακοίνωση και κυκλοφορία ενός μικρού δείγματος από το full album τους, δίνοντας μια γεύση από το υλικό που ετοίμαζαν καιρό πριν. Ουσιαστικά η πρώτη τους demo κυκλοφορία, 21 συλλεκτικών digital vinyl εν ονόματι “Black Jack”, αποτελούμενη από ένα περιεχόμενο πέντε κομματιών, βυθίζει στο άκουσμα της, την ολοκληρωμένη εικόνα κάθε στερεοτυπικής μουσικής παραγωγής.
Η ατμοσφαιρική προσέγγιση των κομματιών, αναμφισβήτητα ικανών να ανταπεξέλθουν στο ευρύ φάσμα μιας μουσικής κοινότητας, που επιζητεί απελπισμένα λίγες σταγόνες πηγαίας, ανεπιτήδευτης έμπνευσης. Τον ρόλο της εναρκτήριας μελωδίας έχει διαδραματίσει με την καλύτερη δυνατή απόδοση το “Marcy Mars”, μια πεντάλεπτη μουσική διαδρομή, με ζοφερά riffs, μια ραδιοφωνικά catchy απόπειρα που κερδίζει τόσο με τα ερωτήματα που ταλανίζουν την ιδιοσυγκρασία των στίχων αλλά και με τα επαναλαμβανόμενα κιθαριστικά πρότυπα, μιας ψυχεδελικής παρουσίας στο κομμάτι. Το μπάσο κάνει τη διαφορά, με μια groovy αξιοθαύμαστη μπασογραμμή, συνοδεύοντας την ονειροπόληση των ψιθύρων του τραγουδιστή. Τη σκυτάλη θα δώσει στο “Vicious Circles”, η ωραιότερη στιγμή, μια ώριμα προσεγμένη δημιουργία από την αρχή έως το τέλος. Οι ανάσες κυριαρχούν και τα backing vocals εθίζουν με τον αισθαντικό χαρακτήρα τους, στροβιλίζοντας τα φαινομενικά ηλεκτρονικά στοιχεία και την εξελικτική τους πορεία. Ένα κομμάτι που όταν το άκουσα για πρώτη φορά (ακυκλοφόρητο τότε), τα φωνητικά του κατάφεραν παρέα με τη μελωδία να διαπεράσουν το δέρμα μου και να ενταχθούν στο εσωτερικό μου, παραδίδοντας τον εαυτό μου στα σειρήνια καλέσματα. Ο Oscar Wilde, ανέφερε κάποτε πως το να εξασκείς επίδραση σε έναν άνθρωπο είναι σαν να του δίνεις ολόκληρη τη ψυχή σου, γίνεσαι η ηχώ της μουσικής ενός άλλου (Πορτρέτο του Dorian Gray). Μαγεμένη πλέον, κατάφερα να λυθώ από τα κατάρτια και να παραδοθώ. Με μεγάλη σιγουριά μπορώ να εκφράσω πως στη ροή του κυλούν αδιάκοπα ψυχεδελικά στοιχεία, σαν ρυάκι, ικανά να επιζητήσουν την επανάληψη τους σε εθιστικό βαθμό. Ένα κομμάτι αρκετά σύγχρονο αλλά όχι τόσο για να θεωρηθεί basic prog/pop, διαπιστώνοντας πως τελικά αυτό είναι το μυστικό. Η αθέατη πλευρά των βιωμάτων και των ερεθισμάτων που έχουν δεχθεί, ξεδιπλώνεται σε μια άκρως artistic συνουσία που επιφέρει σφοδρές επιπτώσεις στον συντονισμό του νου. Το πειραματικό groove και η μετατόπιση του σε μια νοητή intellectual pop μορφή καταφέρνει να εξασθενήσει τη μνήμη και να νιώσεις αισθητά, γλυκά την τριβή της λήθης πάνω στην επιφάνεια των αναμνήσεων σου. Κάποιοι ισχυρίζονται πως αυτό που θα σε καταστρέψει τρυφερά είναι ένα και μοναδικό φιλί σε μια εποχή ανεξέλεγκτη, με ανεπτυγμένη διαπερατότητα στη ροή της συναισθηματικής μας κόπωσης. Ωστόσο η βύθιση στη λήθη είναι αυτό που θα σε καταστρέψει ιδανικά, καθώς η ίδια σε επιλέγει. Δεξιοτεχνικές εναλλαγές και επιβλητικά ψιθυριστά vocals τα οποία προοικονομούν την ύπουλη επιστροφή της κιθάρας, που θύμισε τα πρώτα δευτερόλεπτα του “Unmade” από το εξαιρετικό “Suspiria”, με τη παρατήρηση πως το “Vicious Circles” προηγήθηκε χρονολογικά.
Γενικότερα στο συγκεκριμένο demo, παρατηρείται η εναλλαγή των δυναμικών, καθώς από low tempo κομμάτια μετατοπιζόμαστε στις δυναμικές που θα στιγματίσουν την μορφολογία του. Η συνέχεια ανήκει στο “Dreadful Deeds”, όπου η ιστορία που μας αφηγείται ο frontman αποδίδεται με την πιο αισθαντικά αισθησιακή μέθοδο, θέτοντας τα φωνητικά του σε ένα safe path, σε αντίθεση με τη live version όπου εκεί, πρωταρχικό ρόλο διαδραματίζει η επέκταση αυτών αλλά και ο ανελέητος σπαραγμός μιας βελούδινης προσέγγισης. Η ροή των κιθαριστικών πλαισίων μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια παραβολική καμπύλη καθώς η άνοδος και η κορύφωση επέρχεται στην αρχή αλλά και στο τέλος, ενώ κάπου στη μέση παρατηρείται η low tempo ροή του κομματιού. Μετά τις σπαρακτικές φράσεις, “Bow out, to your mouth” η απόλυτη αντίθεση έρχεται να στροβιλίσει το υπάρχον demo! Ο πανικός που αυτόφωτα προβάλει στο προηγούμενο θα μετουσιωθεί στην απόλυτα γαλήνια ρομαντική στιγμή. Η εσωτερική του πάλη που εξωτερικεύεται θα καταλαγιάσει και θα εκφραστεί με την εξαιρετικά ευγενική του αύρα. “People Look So Perfect”, και κάπως έτσι θα βιώσουμε μια μικρή πληγή εντός μας. Ακούγοντας την αρτιότητα των φωνητικών που εκφράζουν μια ευγενική εσωστρεφή προσωπικότητα, αισθανόμαστε στην ατμόσφαιρα τον καπνό από το τσιγάρο του, σαν να υπάρχει η παρουσία του αόρατα γύρω μας. Ένα κομμάτι πού σε οδηγεί στη διαπίστωση ενός χρονικού διαστήματος, όπου μέσα σε αυτό αχνοφαίνεται η προσωπική σου εξέλιξη, τα χρόνια που απομονώθηκες τότε, αναζητώντας την νοσταλγία των καλοκαιριών που αναθεμάτιζες. Ένα κομμάτι που με βεβαιότητα σε ωθεί στη σκέψη πως ψυχεδέλεια είναι μια αλμυρή γεύση, αυτή του καλοκαιριού, όπου αν και ηττημένος από την ιδιόρρυθμη συμπεριφορά των ανθρώπων σε κάνει να σκεφτείς πως μερικές φορές η ομορφιά αυτών δεν έχει να κάνει με το πως δείχνουν ή με το πως συμπεριφέρονται αλλά με αυτό που βρίσκεται στη λάμψη ενός στιγμιαίου βλέμματος. Στο τέλος οι εαυτοί θα αποδράσουν και θα ανυψωθούν, αισθανόμενοι ένα είδος ευδαιμονίας.
Ο τίτλος της πιο ολοκληρωμένης ιδέας ανήκει στο κομμάτι που ρίχνει την αυλαία, το “Raving Harlots”. Μια σύνθεση που καθορίζει και καθιερώνει τον ήχο του συνόλου. Σκληρότερα rock n’ roll elements μιας πιο σύγχρονης εποχής, αυτή της μεταγενέστερης. Groov-άρισμα και μια ενδελεχή προσπάθεια μακροσκελών φράσεων, καταλήγουν στο άκουσμα αναπνοών που τρυπούν τον εγκέφαλο καθώς είναι αδιαπραγμάτευτη η δεξιοτεχνική τους παρουσία. Pop ξεσπάσματα αναμιγνύονται με εριστικά γέλια και swing στοιχεία όπου το αποτέλεσμα τους είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που φαντάζει το ίδιο ισχυρό μπροστά στις ιριδίζουσες αποχρώσεις που μπορεί να προκαλέσει ο αντικατοπτρισμός ενός ειδώλου στην ιερή ψευδαίσθηση του χώρου του.
Συμπερασματικά, ο λόγος για μια απόπειρα γνωριμίας με τους ήχους μιας μπάντας συνειδητά διαφοροποιημένης αλλά ταυτοχρόνως ασυνείδητα δημιουργικής. Η προ-γεύση του επερχόμενου δίσκου αποτελεί κράμα επιρροών, εποχών, εικόνων που αφορούν άμεσα την αναζήτηση της εσωτερικής πάλης που αντικρούεται με την πραγματικότητα. 70s πνεύματα, groovy μπασογραμμές και επιβλητικοί ψίθυροι που αγγίζουν σε ανατριχιαστικό βαθμό, καθώς έχουν την μοναδική ικανότητα να συμβάλουν εν μέρη στην ταυτοποίηση του demo, με την οραματική τους διάθεση. Διαφορετική ανάμειξη θεματολογίας και μελωδικής ποικιλομορφίας με κοινά στοιχεία να προκαλούν μια διαδοχική συνύπαρξη, συμπληρώνοντας κάθε κομμάτι το επόμενο αλλά και το προηγούμενο του.