Είναι ένας δίσκος, που περίμεναν όλοι οι λάτρες της ηλεκτρονικής μουσικής ανά τον κόσμο. Εκείνοι είχαν δώσει μια πρόγευση του τόσο με τα video clips, που κυκλοφόρησαν πριν την επίσημη κυκλοφορία όλου του δίσκου, όσο και με την live εκτέλεση ορισμένων κομματιών στη χειμερινή περιοδεία τους. Οι Chemical Brothers κυκλοφόρησαν, επιτέλους, το νέο τους δίσκο με τίτλο “No Geography” κι έχουν γίνει δέκτες διθυραμβικών κριτικών στο εξωτερικό. Στην άκρως χορευτική και ηδονική εμφάνιση τους στην Ελλάδα ακούσαμε ορισμένα τραγούδια από το νέο δίσκο, συνοδευόμενα από καθηλωτικά οπτικά εφέ κι οι εντυπώσεις ήταν τουλάχιστον θετικές. Με την ακρόαση του ολοκληρωμένου, πλέον, δισκογραφικού υλικού οι εντυπώσεις εξελίχθηκαν σε απρόσμενα καλές, διότι οι Chemical Brothers πρωτοτύπησαν στον ήχο τους για άλλη μια φορά και κατάφεραν να δημιουργήσουν έναν ακόμα δίσκο – παρακαταθήκη στους DJ του μέλλοντος.
Το “No Geography” ξεκινά με το “Eve Of Destruction”, ένα κομμάτι με ξεκάθαρες καταβολές από τον ηλεκτρονικό ήχο των 80’s, που θυμίζει ένα άγριο “Funky Town” των Lipps Inc. Όμως, η μπασογραμμή, που παίζει μέσα στο κομμάτι και προέρχεται πράγματι από ηλεκτρικό μπάσο, καθώς και τα ολίγον hip hop φωνητικά δεν αφήνουν το κομμάτι να εξελιχθεί σύμφωνα με τις αρχικές προσδοκίες. Αυτό, όμως, δεν είναι αρνητικό, αφού η ανανέωση στην ηλεκτρονική μουσική είναι κάτι, που χρειάζεται πλέον και δεν θα μπορούσε να την αναλάβει κάποιος άλλος εκτός από τους πρωτεργάτες της new wave ηλεκτρονικής σκηνής. Πολύ δυνατά ηχητικά εφέ και σίγουρα μπορούμε να μιλάμε για ένα κομμάτι, που προσφέρει μια δυναμικότατη αρχή στον δίσκο. Η μετάβαση στο δεύτερο στη σειρά “Bango” πραγματοποιείται στο τέλος του προηγούμενου κομματιού, γεγονός που μου κέντρισε το ενδιαφέρον, διότι μας δίνει την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα project album. Η προσθήκη του Campbell σε αυτό το κομμάτι του δίνει την latin επιρροή, που φαίνεται να ψάχνει και μέσω του τίτλου, ενώ ο πόλεμος που μαίνεται μεταξύ των ηλεκτρονικών beats του Tom Rowlands και του Ed Simons είναι αδυσώπητος και σε παρασύρει σε μια αέναη χορογραφία. Προς το τέλος, το “Bango” χαλαρώνει κι εμφανίζεται η εισαγωγή του τραγουδιού – πολιτική δήλωση των Chemical Brothers. Το “No Geography” είναι ξεκάθαρα ένα μήνυμα κατά της απομόνωσης, της γεωγραφικής οριοθέτησης και του πολιτιστικού περιορισμού, που μπορεί να επιβληθεί στη Μεγάλη Βρετανία εξαιτίας του Brexit. Αξίζει να διαβάσετε τις φράσεις, που επαναλαμβάνονται στους στίχους κομματιού, για να καταλάβετε το μήνυμα ενότητας που προσπαθεί να μεταδώσει το ηλεκτρονικό ντουέτο μέσα από την τέχνη τους. Από μουσικής απόψεως, μπορούμε να μιλήσουμε για ένα πολύ ατμοσφαιρικό κομμάτι με ελάχιστο beat και με μπόλικες δόσεις flanger, που το κάνουν να μοιάζει με τραγούδι των λατρευτών LCD Soundsystem.
Με το “No Geography”, κλείνει μια ενότητα στο album κι ανοίγει ο κύκλος των άκρως χορευτικών κομματιών του album κι αυτών των τραγουδιών, που θα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εαρινή περιοδεία των Chemical για την προώθηση του νέου δίσκου. Πρώτη στάση σε αυτό το κινησιολογικό ταξίδι είναι το “Got to Keep On”. Πρόκειται, ίσως, για το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, αν κι αμφιταλαντεύομαι μεταξύ αυτού και του “We ‘ve Got to Try”, που ακολουθεί αργότερα. Το τραγούδι αυτό ακολουθεί μια επανάληψη μελωδίας και στίχων, που είναι εθιστική, ενώ σε συνδυασμό με την εικόνα του video clip, που είναι βγαλμένο από τα γυρίσματα του “Pose”, σε μαγνητίζει σε κάθε περίπτωση. Δεν μπορώ να εξηγήσω τι συμβαίνει ακριβώς μουσικά με αυτό το κομμάτι, αλλά με έκανε να μην μπορώ να ξεκολλήσω τον κέρσορα μου από την επιλογή του repeat. Ακολουθούν τα “Gravity Drops” και “The Universe Sent Me”, που έχουν γραφτεί ξεκάθαρα για να σου τριπάρουν το μυαλό. Πρόκειται για δύο κομμάτια, που σε παραπέμπουν σε εικόνες Bandersnatch, όπου όλες οι κινήσεις και τα πράγματα συμβαίνουν σε τέσσερις διαστάσεις, καθώς μπορείς να προλάβεις την θέαση του χωροχρόνου. Τα «μπλιμπλίκια» είναι ατελείωτα και διαδέχονται το ένα το άλλο, ενώ τα γυναικεία ατμοσφαιρικά φωνητικά σε ταξιδεύουν και σε παρακινούν να χορέψεις με κλειστά τα μάτια και να κατακτήσεις την ελεγχόμενη ελευθερία του σώματος σου. Και κάπου εδώ σκάει το “We ‘ve Got to Try”, για να σου υπενθυμίσει για ποιο λόγο οι Chemical Brothers έγιναν θρύλοι της ηλεκτρονικής σκηνής και πρωταγωνιστές των parties παγκοσμίως. Σε ένα κομμάτι που θυμίζει και λίγο Prodigy στο “The Fat of the Land”, η κύρια ηλεκτρονική μελωδία είναι υπερβολικά φανταστική και διεισδυτική προς το μυαλό μου κι ο συνδυασμός της με τα beats σε ωθεί στο να την ζητάς από όλους τους DJ’s των μαγαζιών, που θα πας το Σαββατοκύριακο.
Η δυάδα των “Free Yourself” και “MAH” συνίσταται για χορό εκτός ορίων με το παράγγελμα «Dance» να είναι ξεκάθαρο. Σε αυτά τα δυο κομμάτια, οι Chemical Brothers έχουν μπει, πλέον, στο «twilight zone» τους όσον αφορά την πληθώρα των ηλεκτρονικών εφέ και beats, που χρησιμοποιούν κι είμαι σίγουρος ότι θα ποντάρουν σοβαρά σε αυτά τα κομμάτια για να ξεσηκώσουν τον κόσμο στις επερχόμενες live εμφανίσεις τους. Αυτό φαίνεται, εξάλλου κι από το ότι έχουν ασχοληθεί σοβαρά στο να κυκλοφορήσουν διάφορες εκδοχές οπτικών εφέ και χορογραφιών, ενώ τα εν λόγω κομμάτια συνδέονται μελωδικά μεταξύ τους. Με λίγα λόγια, είναι πολύ κοντά και σχεδόν δεδομένο το φαινόμενο “Free Yourself/MAH” σε όλα τα live τους. Το τέλος του δίσκου μας επιφυλάσσει, εντελώς απρόσμενα, ένα πολύ ατμοσφαιρικό και ρομαντικό κομμάτι με ιδιαίτερους και συναισθηματικά φορτισμένους στίχους, ενώ η μουσική ακροβατεί μεταξύ χορευτικής και χαλαρωτικής διάθεσης. Μπορώ να πω χαρακτηριστικά ότι υπάρχουν 3-4 φορές που νομίζεις ότι το τραγούδι θα κάνει ένα drop και θα βάλει ένα ισχυρό beat, αλλά αυτό δεν γίνεται ποτέ. Τα μόνο που συμβαίνει είναι ο Tom Rowlands κι ο Ed Simons να παίζουν με τα εφέ των κονσολών τους, όπως το τρέμολο, το drive, το reverb κι άλλα πολλά και να καταλήγουν σε ένα αρμονικό και φυσικό fade out, ώστε να κλείσει άλλος ένας δισκογραφικός σταθμός τους.
Το “No Geography” των Chemical Brothers αποτελεί μια δισκογραφική δουλειά, που προσφέρει κομμάτια για όλα τα γούστα και τις διαθέσεις με κοινό άξονα την ηλεκτρονική και dance μουσική. Σίγουρα δεν είναι όλα τα τραγούδια hits, αλλά είναι πολύ καλοδουλεμένα και με πολιτικό και συναισθηματικό νόημα. Για μένα, συνιστά μια ακουστική εμπειρία, που πρέπει να ζήσει ο κάθε οπαδός της ηλεκτρονικής μουσικής, καθώς αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο για την dance σκηνή της τελευταίας πενταετίας. Όσον αφορά τους υπόλοιπους, η μόνη ασφαλής πρόβλεψη που μπορώ να κάνω, είναι ότι κάποιο από τα κομμάτια του δίσκου θα καταλήξει στην Shazam list σας όντες ενθουσιασμένοι σε ένα beach bar κάποιου νησιού.