Η Chelsea Wolfe είναι ένα φαινόμενο της εποχής, ένα ξωτικό με δύσκολο παρελθόν, το οποίο έχει διοχετεύσει με απόλυτα δημιουργικό τρόπο σε όλες τις δουλειές της, μέσα από τις οποίες φαίνεται σιγά-σιγά να βγαίνει στο φως. Το hype για το καινούργιο της album ήταν στα ύψη ήδη από τα πρώτα singles που είχαν κυκλοφορήσει, και ήμασταν όλοι – σχεδόν – σίγουροι για μια πολύ δυνατή δουλειά. Και δεν διαψεύστηκε κανείς μας.
Όπως η ίδια είχε δηλώσει για το “She Reaches Out To She Reaches Out To She”, διασαφηνίζοντας και τον τίτλο: “It’s a record about the past self reaching out to the present self reaching out to the future self to summon change, growth, and guidance. It’s a story of freeing yourself from situations and patterns that are holding your back in order to become self-empowered. It’s an invitation to step into your authenticity”. Δεν θα μπορούσε να δοθεί καλύτερη περιγραφή για το album, αφού μέσα από το goth στοιχείο που έτσι κι αλλιώς χαρακτηρίζει τη Wolfe, από την έναρξη με το “Whispers In The Echo Chamber”, μέχρι και το τέλος, κάθε κομμάτι συνεισφέρει σε αυτή την απελευθέρωση για την οποία μίλησε και η ίδια. Έχει δώσει προτεραιότητα σε στοιχεία που είχε χρησιμοποιήσει και παλιότερα στον ήχο της, αλλά δεν κυριαρχούσαν, με την προσθήκη πολλών electro και industrial πινελιών, που δίνουν μια πολύ πιο “raw” αίσθηση όπου αυτό χρειάζεται, που μαλακώνει καταπληκτικά σε συνδυασμό με την αιθέρια φωνή της.
Είναι φανερό ότι στη δημιουργικότητα αυτού του δίσκου έπαιξε καθοριστικό ρόλο αυτό που είχε δηλώσει και η ίδια για το δύσκολο ταξίδι της προς την αποτοξίνωση από το αλκοόλ, το οποίο συνέβη σχεδόν ταυτόχρονα με τη δημιουργία του album. Είναι πολύ ενδιαφέρον να βλέπει κανείς πώς η ζωή και η τέχνη τραβάνε παράλληλους δρόμους, και το ένα βοηθάει το άλλο. Το δεύτερο κομμάτι του δίσκου, το “House Of Self-Undoing” μιλά ακριβώς γι’αυτό, για τον απεγκλωβισμό της από τους δαίμονες που την κατατρέχουν, και τον ομφάλιο λώρο που κόβεται. (I start to crawl my way out / Of this strange war)
Το καλύτερο, κατ’εμέ, single από αυτά που είχαν κυκλοφορήσει, αλλά και ένα από τα πιο αισθησιακά κομμάτια του album είναι το “Everything Turns Blue”, το οποίο όπως και τα περισσότερα είναι εθιστικό, με υπνωτιστικά ρεφρέν και κουπλέ, και τη Wolfe πιο straightforward από ποτέ στους στίχους της. Ελάχιστες είναι οι λίγο πιο αδιάφορες στιγμές στην tracklist, σε σύγκριση πάντα με τα υπόλοιπα κομμάτια, όπως τα “The Liminal” και “Place In The Sun”, που μοιάζουν περισσότερο ως fillers, αλλά και πάλι δεν χαλάνε τη ροή. Περισσότερο θα λέγαμε ότι λειτουργούν σαν μια ανάσα από τα υπόλοιπα.
Αντιθέτως, το “Eyes Like Nightshade” κάνει τη διαφορά, και είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα και του witchcraft που η ίδια είχε πει ότι έχει αρχίσει να επηρεάζει πολύ τη δουλειά της, αφού το έχει βάλει σε μεγάλο βαθμό στη ζωή της, και την έχει βοηθήσει πολύ και σε σχέση με τη δημιουργία. Η αίσθηση είναι ακριβώς αυτή, από τη μουσική που θυμίζει πολύ trip-hop μέχρι και τους στίχους, μοιάζει σαν ένα απόκοσμο κάλεσμα. Το album κλείνει, ίσως, με την πιο δυνατή στιγμή, το “Dusk”. Δεν ξέρω ούτε εγώ πόσες φορές έχω πατήσει το play στο συγκεκριμένο κομμάτι, και πόσες θα το πατήσω ακόμα. Το “Dusk” είναι και η επιτομή αυτού του δίσκου, αργόσυρτο αλλά με ένα απίστευτο ξέσπασμα προς το τέλος, φοβερές κιθαριές, και λυτρωτικούς στίχους.
Ο στόχος επετεύχθη – και με το παραπάνω -. Η Wolfe άνοιξε την ψυχή της με θάρρος, όπως οφείλουν να κάνουν όλοι οι καλλιτέχνες όταν καταθέτουν ένα έργο, και μας άφησε ένα παράθυρο ανοιχτό για να βλέπουμε. Τα vocals της πλημμυρίζουν από συναίσθημα, ευαλωτότητα και δυναμισμό ταυτόχρονα. Ένας από τους πιο εσωτερικούς – αλλά όχι εσωστρεφείς – και δυνατούς δίσκους στην καριέρα της, με μεγάλες στιγμές που θα γίνουν σίγουρα ακόμα πιο μυσταγωγικές σε κάποιο live της, που ελπίζω και εύχομαι σύντομα να δούμε και στην Ελλάδα.