Η “αγία τριάς” του σύγχρονου προοδευτικού μετάλλου μας προσφέρει ανελλιπώς και, χωρίς ένδεια έμπνευσης, από πολύ καλά έως αριστουργηματικά albums. Η αρχή έγινε με το “Pitfalls” των Leprous και σε αναμονή του “Virus” των θεών Haken, έρχονται οι Αυστραλοί, με τον πέμπτο δίσκο τους να ικανοποιήσουν τη δίψα μας για συγκοπικούς ρυθμούς και μελιστάλαχτα ρεφρέν.
Δύσκολο το εγχείρημα του να δημιουργήσουν έναν άξιο διάδοχο του εμβληματικού “In Contact” (2017). Μπορούμε, όμως, να πούμε ότι το καινούργιο τους πόνημα φτάνει πολύ κοντά στον στόχο αυτό, χωρίς όμως να τον πετυχαίνει απόλυτα. Το εισαγωγικό και συναρπαστικό “Tempest” περιέχει όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να συγκινήσουν τον θιασώτη του είδους. Heavy riffs, που σε προκαλούν να βρεις το ρυθμό τους πλαισιωμένα από στακάτα πλήκτρα, οδηγούν με την κορύφωση της παραγωγής στο δυνατό ρεφρέν. Αντίστοιχης ποιότητας και το πολύ όμορφο “Slow Violence”. Το “Salt” δεν ντρέπεται να δείξει τις Dream Theater επιρροές του, περασμένες πάντα μέσα από το φίλτρο της μπάντας. Φαίνεται όμως ότι θα το ευνοούσε ένα καλύτερο editing για να γίνει πιο συμπαγής σαν σύνθεση. Η ζεν πινελιά του “Resonate” έχει μία soul επίγευση, της λείπει κάτι όμως για να θεωρηθεί σημαντική. Τα πράγματα ευτυχώς ζωντανεύουν με το “Oceanrise” για να οδηγηθούν στο Theater-ικό και ιδιαίτερα βαρύ “Valkyrie”.
Η συλλογή καταλήγει με κορύφωση, όπως αυτή του βουνού στο εξώφυλλο, καθώς το συγκινητικό “Autumn” με τις Queen καταβολές οδηγεί στο φινάλε του “The Ascent”. Το κομμάτι αυτό περιέχει όλα τα ιδιωματικά χαρακτηριστικά του συγκροτήματος στον υπερθετικό βαθμό. Οι σκληρές στιγμές είναι σκληρότερες και οι μελωδικές, μελωδικότερες. Στα ισχυρά σημεία του θα λέγαμε ότι φτάνει τις συναισθηματικές κορυφώσεις των Pain of Salvation.
Οι δυνάμεις του album είναι αφενός το τσιμέντο rhythm section των Josh Griffin και Dale Prinsse και αφετέρου η αισθαντικές ερμηνείες του Jim Grey στα φωνητικά, ο οποίος μπορεί να μην έχει το σπαρακτικό φαλτσέτο του Einar Solberg, ούτε την δύναμη του Ross Jennings, μπορεί όμως και εκπέμπει μία ζεστή ανθρωπιά που δημιουργεί οικειότητα.
Το “Rise Radiant” δεν είναι η καλύτερη κυκλοφορία της μπάντας. Είναι, όμως, σίγουρα μια αξιολογότατη κυκλοφορία αντάξια του ονόματός τους και της δισκογραφίας τους, που δεν θα απογοητεύσει τους εραστές του είδους.