Η solo καριέρα του Dickinson, αρχής γενομένης από το “Tattooed Millionaire” (1990) και καταλήγοντας στο “Tyranny of Souls” (2005), χαρακτηρίζεται από τη μουσική της ποικιλομορφία, αλλά και από την ανισότητα όσον αφορά στην ποιότητα του υλικού που μας έχει προσφέρει. Έχει, έτσι, κυκλοφορήσει άλμπουμ που κυμαίνονται από άστοχα, ή απλώς βατά (με 2-3 καλά τραγούδια), μέχρι αριστουργήματα, όπως αυτά που κυκλοφόρησαν μετά το 1997. Η εν λόγω ποικιλομορφία και ανισότητα χαρακτηρίζει και το νέο πόνημά του.
Το “Afterglow of Ragnarok” που ανοίγει το άλμπουμ και αποτέλεσε και το πρώτο single, ανέβασε τις προσδοκίες μας για ένα άξιο συνεχιστή των εν λόγω φοβερών τελευταίων δίσκων. Πρόκειται για ένα πολύ δυνατό τραγούδι, με αξιομνημόνευτο ρεφρέν και χαρακτηριστικές φωνητικές γραμμές, στο κλασικό ύφος της συνεργασίας του Dickinson με τον μόνιμό «συνεργό» του Roy Z. Η συνέχεια με το
“Many Doors to Hell” παραξενεύει, καθώς το riff μοιάζει με παραλλαγή του “Dance Macabre” των Ghost. Ευτυχώς, το κομμάτι εξελίσσεται γρήγορα σε μια decent προσπάθεια, με όμορφο μελωδικό break στη μέση, που μας ανοίγει την όρεξη για τη συνέχεια.
Η οποία όρεξη κόβεται απότομα από το ατυχές δεύτερο single “Rain on the Graves”, το οποίο θα έπρεπε μάλλον να έχει το ρόλο κάποιου B – side για να γεμίσει κενό μουσικό χώρο. Μόνο το solo που θυμίζει Maiden σώζεται κάπως. Η κατάσταση δεν βελτιώνεται ιδιαίτερα στο “Resurrection Men”, το οποίο ξεκινά με μια πολλά υποσχόμενη ακουστική εισαγωγή, για να αναλωθεί γρήγορα σε ένα τετριμμένο Sabbath – ικο riff. Σε αυτό το σημείο γίνεται αντιληπτό πως έχει γίνει προσπάθεια να καλυφθεί η συνθετική ένδεια με απλά παραγωγικά κόλπα, όπως το βύθισμα των πάντων σε μια σούπα από πλήκτρα. Το παράξενο είναι ότι υποτίθεται ότι τα κομμάτια αυτά δουλεύονταν για 10 χρόνια. Η απουσία, δε, του Adrian Smith παικτικά και συνθετικά είναι εμφανής.
Και πάνω που ο ακροατής έχει αρχίσει και βαριέται σοβαρά, έρχεται η κομματάρα “Fingers in the Wounds”, που συνδυάζει τη μαεστρία του Bruce στο ξεσηκωτικό ρεφρέν με την ανατολίτικη ατμόσφαιρα στο break. Ακολουθεί η ορθή version του “Eternity Has Failed”, κομμάτι που γνωρίσαμε ως “If Eternity Should Fail” στο “Book of Souls” των Iron Maiden. Ο Steve Harris λειτούργησε σωστά «κλέβοντάς το» από την προσωπική δισκογραφία του Dickinson, καθώς αποτελεί μία από τις 2-3 τραγουδάρες του εν λόγω άλμπουμ. Θεωρώ πως η εκδοχή του “The Mandrake Project” είναι καλύτερη. Συμμετέχει, δε, και ο δικός μας Gus G στο solo.
Δεν έχουμε πολλά να πούμε για το συμπαθέστατο “Mistress of Mercy”. Κλασική 90’s Βρετανίλα, που παραπέμπει στο “Tattooed Millionaire”. Έχουμε, όμως, να πούμε για το “Face in the Mirror”, ότι αποτελεί ντροπή η συμπερίληψή του σε οποιοδήποτε δίσκο καθιερωμένου καλλιτέχνη. Δεν είναι δυνατόν ο Dickinson που μας έχει δώσει καταπληκτικές μπαλάντες να κυκλοφορεί αυτό το cringy ερασιτεχνικό τραγούδι. Instant Skip.
Αμέσως μετά, όμως, έχουμε το καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ. Το “Shadow of the Gods” είχε γραφτεί για το project “The Three Tremors” των Dickinson, Halford και Tate, το οποίο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Μας άφησε, όμως, αυτή την αριστουργηματική σύνθεση. Έχει πλάκα, μάλιστα, να προσπαθείς να βρεις ποιο μέρος είναι γραμμένο για καθέναν από τους τρεις. Η συλλογή κλείνει με το μακροσκελές “Sonata (Immortal Beloved)”, στο οποίο ο Dickinson προσπαθεί να φτιάξει μια ατμοσφαιρική παραλλαγή του παραμυθιού της ωραίας κοιμωμένης. Αντ’αυτού, παράγει ένα πρωτοποριακό φάρμακο κατά τις αυπνίας, και μάλιστα χωρίς παρενέργειες, εκτός του ξαφνικού ξυπνήματος από τα δύο φάλτσα (!), που με κάποιο τρόπο του ξέφυγαν.
Το “Mandrake Project” δεν είναι ένα κακό album, αποτελεί σίγουρα όμως απογοήτευση για όσους περίμεναν κάτι αντίστοιχο με τις τρεις τελευταίες κυκλοφορίες του μεγάλου Βρετανού καλλιτέχνη. Όπως θα έλεγε και ο Anatoly Dyatlov, “Not great, not terrible”.