Μία από τις πιο παραμελημένες μας αισθήσεις είναι η όσφρηση. Πολλά πράγματα που δεν μπορούμε να λεκτικοποιήσουμε αλλιώς τα συνδυάζουμε με κάποια μυρωδιά – και μεγάλο μέρος από αυτό που ονομάζουμε «γεύση» είναι στην ουσία όσφρηση. Πρωτού λοιπόν δώσω την εντύπωση ότι πάω να γράψω άρθρο πάνω στην αισθητηριακή αντίληψη ας μου επιτραπεί να πω ότι όλη αυτή η εισαγωγή αποσκοπούσε στο να πω ότι το “The Eldritch Dark”, τρίτο album των Καναδών Blood Ceremony «μυρίζει» πολύ 70’s. «Σιγά τ’ αυγά» θα μου πείτε, «κι η κουτσή Μαρία κάποια στιγμή ανακάλυψε τις 70’s επιρροές της, αυτοί τι παραπάνω έχουν δηλαδή;». Ενώ δε θα έχετε άδικο περί κουτσής Μαρίας και 70’s occult πανηγυριού, η διαφορά αυτών των τύπων έγκειται ακριβώς εκεί: Δε φαίνονται ή ακούγονται 70’s, μυρίζουν.
Πολύ ωραία τα παιχνίδια με τις λέξεις, αλλά ας πάμε λίγο στην ουσία του θέματος. Αν με ρώταγες μετά την πρώτη ακρόαση τι φάση είναι ο δίσκος, θα σου απάνταγα νέτα σκέτα Black Sabbath με φλάουτο και γυναικεία φωνητικά – και όχι, δεν θυμίζει Jethro Tull, το βρήκαμε τώρα, και σε goregrind να βάλεις φλάουτο, ξαφνικά θυμίζει Jethro Tull. Ακούγοντάς τον όμως λίγο παραπάνω, οι τύποι έχουν μαγειρέψει πολλά πράγματα εδώ μέσα. Σίγουρα τα μεγαλεπήβολα Sabbathικά riffs υπάρχουνε, αλλά εδώ θα βρεις επίσης πέρα από το φλάουτο και την ζεστή, κάργα rock φωνή της Alia O’Brien, απόκοσμα πλήκτρα – δικά της κι αυτά, σχεδόν ψυχεδελικά περάσματα, folk μελωδικές γραμμές στη φωνή που ώρες ώρες αγγίζουν το επικό, και μια πανέμορφη υφέρπουσα ατμόσφαιρα που παντρεύει υπέροχα το αποκρυφιστικό, παγανιστικό και folky συναίσθημα με τον παλιακό, 70’s χαρακτήρα της μπάντας.
Αυτό το πάντρεμα είναι τελικά που σφραγίζει τον χαρακτήρα των Blood Ceremony. Τα μεθυστικά ακκόρντα του “Witchwood” που μπάζει το album είναι η πρώτη γεύση από αυτό που προσπάθησα να περιγράψω στην εισαγωγή σαν 70’s μυρωδιά, ενώ το κομμάτι οδηγεί σε μια πραγματικά μεγαλοπρεπή φωνητική γραμμή μετά τα μισά του. Το “Ballad of the Weird Sisters” είναι ίσως η πιο εμφατικά Black Sabbath στιγμή του album, ενώ το “The Magician” είναι μια μνημειώδης στροβιλιζόμενη σύνθεση που φαντάζομαι κάθε doomster θα εκτιμήσει. Το φλάουτο της εισαγωγής του “Goodbye Gemini” που είναι σαν να ακούγεται από αραχνιασμένο ραδιόφωνο, οι μαγευτικές διφωνίες της O’Brien με τον μπασίστα Luke Gadke στο “Lord Summerisle”, την μπαλάντα του δίσκου…Διάολε, ακόμη και το instrumental “Faunus” έχει ενδιαφέρον!
Τέλος, και μιας που επικαλεστήκαμε τον Διάολο, να πούμε εδώ ότι ο αποκρυφιστικός χαρακτήρας του όλου πονήματος είναι και έντονος, και όμορφος, και παγανιστικός και αποκρυφιστικός και black magic και όλα. Απλά επίτηδες επέλεξα να μην επιμείνω σε αυτό το κομμάτι, παρότι η ίδια η μπάντα φαίνεται να το θεωρεί σημαντικό για την ταυτότητα της, για να μην δώσω την εντύπωση ότι έχουμε να κάνουμε με άλλο ένα δισκάκι στο occult rock πανηγύρι που αναφέραμε στην αρχή. Ναι, witch rock τους έχουνε πει και δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι είναι. Αλλά πιστέψτε με, είναι τόσο rock όσο witch είναι η δεσποινίδα O’Brien, κι αυτό λέει πολλά.
[stextbox id=”black”]
Συνοψίζοντας…!
The Good: Doom, folk, rock, occult, όχι μόνο θα βρεις όλες αυτές τις ατμόσφαιρες εδώ μέσα, αλλά αρκεί να σου μιλάει μία από αυτές, και το σύνολο μάλλον θα σε κερδίσει. Είναι που έχει μαγειρευτεί καλά και μυρίζει όμορφα…
The Bad: Το γεγονός ότι σκάνε και αυτοί τώρα πάνω στην έκρηξη του occult ρεύματος ίσως κάνει άσχημη εντύπωση σε κάποιους.
Βαθμολογία: 4,5 / 5
[/stextbox]