Με αφορμή την ένατη(!) στάση της περιοδείας του Blaze Bayley στην Ελληνική επικράτεια, στήθηκε το βράδυ της Τετάρτης ένα μικρό μεταλλικό πανηγύρι στη σκηνή του Κυττάρου, το οποίο προσέλκυσε τόσο τους βαμμένους Maiden-άδες όσο και τους οπαδούς του αγνού και ποιοτικού heavy metal γενικότερα.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξενικουδάκης / Φωτογραφίες: Γιώργος Κρίκος (περισσότερες εδώ)
Την βραδιά άνοιξαν οι νεαροί Hailsteel, οι οποίοι παρουσίασαν μπροστά σε απρόσμενα αρκετό, για την ώρα εμφάνισης, κόσμο το ενεργητικό πρωτόλειο heavy – thrash υλικό τους. Ο νεανικός τσαμπουκάς και το περίσσευμα ενέργειας πέρασαν στον κόσμο και δεν αναχαιτίστηκαν από τα αρκετά λάθη και τον χαοτικό ήχο. Ο πηγαίος αυθορμητισμός είναι απαραίτητο συστατικό του μουσικού είδους. Χρειάζονται όμως περισσότερες πρόβες σε λίγο πιο επαγγελματική βάση για να ανέβουν κατηγορία. Εκτέλεσαν δε, μάλλον ατυχώς,μία κατακρεουργημένη έκδοση του “Breaking the Law”.
Οι βετεράνοι επικοί metallers Marauder πήραν τη σκυτάλη και ανέβηκαν στη σκηνή με φόρα και όρεξη. Ο ήχος δεν ήταν σύμμαχος τους από την αρχή και παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια ασαφής και χωρίς όγκο. Με όχημα όμως την πολύ καλή απόδοση και σκηνική παρουσία του τραγουδιστή Αντωνογιαννάκη μετέδωσαν το μουσικό τους μήνυμα στο κοινό, στο οποίο φάνηκε να έχουν και μια μικρή ομάδα αφοσιωμένων οπαδών. Στα “The Greek Revolution Begins” και “The Return of the Warrior” από το κλασικό album “1821” που έκλεισαν το set έγινε ένας μικρός χαμός στο venue.
Συνέχεια με τους Maplerun, των οποίων το Soundgarden-meets-System of a Down metal μάλλον αποτέλεσε περίεργη προσθήκη στο line-up της συναυλίας. Πράγματι η εν λόγω ηχητική διαφορά από τις άλλες μπάντες μούδιασε αρχικά το κοινό που είχε μείνει στην αίθουσα. Γρήγορα όμως όλοι συνειδητοποίησαν ότι βλέπουν την πιο επαγγελματικά στημένη μπάντα της βραδιάς και με τον καλύτερο ήχο. Το ατελείωτο groove που προσέφερε το rhythm section αλλά και τα αεικίνητα μέλη της μπάντας, έκαναν όλους τους παρευρισκόμενους να κινούνται ρυθμικά. Eπιπλέον, ακούσαμε και μία φοβερή διασκευή στο “Toxicity” των System of a Down.
Στην ώρα του ακριβώς ως “Άγγλος” ανέβηκε στη σκηνή ο άνθρωπος που εκτινάχθηκε “εν μία νυκτί”, από cult underground ήρωα με τους Wolfsbane σε frontman μίας από τις μεγαλύτερες μπάντες στον κόσμο. Η πενταετής θητεία του στους Iron Maiden αποτέλεσε ευχή και κατάρα για τον Blaze Bayley καθώς έγινε παγκοσμίως γνωστός, συνδέθηκε όμως με την πιο αμφιλεγόμενη περίοδό τους παράγοντας άνισο υλικό και προκαλώντας ανάμεικτα σχόλια για τις ζωντανές τους εμφανίσεις. Η μετέπειτα πορεία του Blaze, τόσο δισκογραφικά όσο και συναυλιακά απέδειξε πως δεν ευθυνόταν καθόλου για την τότε κατάσταση των Maiden. Ο μυθικά ξεροκέφαλος Steve Harris αρνήθηκε να αλλάξει τόνο στα παλιότερα τραγούδια του Dickinson για να τα φέρει στην έκταση του Blazeμε αποτέλεσμα ο φιλότιμος καλλιτέχνης να ξελαρυγγιάζεται σε παγκόσμιες περιοδείες εισπράττοντας την αμφισβήτηση.
Η αρχή μετα “Endure and Survive” και “Escape Velocity” από το τελευταίο του album, χρησίμευσε για ζεσταθεί το κοινό και να ρυθμισθεί ο ήχος ο οποίος παρέμεινε σε πολύ καλά επίπεδα σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς. Πρώτη επίσκεψη στο υλικό των Maiden με το “Futureal” και τον αναμενόμενο ενθουσιασμό του κόσμου. Στη συνέχεια το πρόγραμμα κινείτο μεταξύ των δύο μερών της ιστορίας του “Infinite Entanglement” και τραγουδιών της σιδηράς παρθένου. Χαμός πραγματικός στα “The Clansman” και στο σπάνιο “Virus”, ένα single από τη συλλογή “The Best of the B-sides” το οποίο δεν έχει παιχτεί ποτέ ζωντανά. Από τις μέρες του πρώτου προσωπικού του εγχειρήματος, τους Blaze, ακούσαμε το φοβερό “Silicon Messiah” και το “Stare at the Sun”. Στο “Manhunt” των θρυλικών Wolfsbane παρακολουθήσαμε μία χιουμοριστική μάχη μεταξύ των μελών της μπάντας για την πρωτοκαθεδρία στο πάλκο, ενώ στο σαρωτικό “Manon the Edge” ανέβηκαν στη τα μέλη των Maplerun και όλο το Κύτταρο έγινε ένα.
Οι μουσικοί της μπάντας τους ήταν καταπληκτικοί σε απόδοση με τον drummer να σπέρνει σε συνεργασία με τον οπαδούλη του Steve Harris στο μπάσο, ενώ ο κιθαρίστας αποδείχτηκε μεγάλος shredder και showman. Η φωνή του Bayley, σε όλη τη διάρκεια του show, ήταν σε άψογη κατάσταση με δύναμη και σθένος που δεν είχε ούτε πριν από 22 χρόνια που τον είχα δει με τους Maiden στην Αθήνα. Encore και κλείσιμο με “Lord of the Flies” και “A Thousand Years” και ο Blaze κατευτυχισμένος κατευθύνθηκε προς το πίσω μέρος του χώρου, στο οποίο παρέμεινε για ώρα, για να υπογράψει υλικό και να φωτογραφηθεί με τους θαυμαστές του μετά από ένα πλήρως πετυχημένο live.